Перейти до вмісту

Греко-український словник

до твору Діонісія Ареопагіта Про Божі імена
(2195 слів)

ієрм. Онуфрій (Олег Кіндратишин)
Діонісій Ареопагіт, Про Божі імена
Львів Свічадо, 2024
стор. 129-249

Щоб швидко знайти слово, слід у пошуку (Ctrl + f) набрати грецьке слово без наголосів і придихів

Умовні скорочення

Укладено на основі:
Montanari F. GI Vocabolario della lingua greca. Loescher Editore, Torino, 3a ed. 2013.
Дворецкий И. Древнегреческо-русский словарь. 1958.
Вейсман А. Древнегреческо-русский словарь. 1899.

αβατος ἄβατος -ον [βαίνω] недоступний 1.2; n. недоступність 13.3
αβοηθητος ἀβοήθητος -ον [βοηθέω] без помочі 3.3, 8.8; покинутий без помочі 8.8
αβουλητος ἀβούλητος -ον [ἀβουλέω] n. проти волі 4.35
αβροχος ἄβροχος -ον [βρέχω] немокрий 2.9
αγαθαρχια ἀγαθαρχία -ας, ἡ джерело блага 3.1; Благоначало 4.2
αγαθαρχικος ἀγαθαρχικός -ον [ἀγαθαρχία] благоначальний 1.5, 3.1
αγαθοδοτις ἀγαθοδότις -ιδος [ἀγαθός, δίδωμι] благодаруючий 1.3
αγαθοειδης ἀγαθοειδής -ές [ἀγαθός, εἶδος] благуподібний; ἀγαθοειδῶς adv. благуподібно 3.3
αγαθοεργικος ἀγαθοεργικός -ή -όν / ἀγαθουργικός -ή -όν [ἀγαθός, ἐργάζομαι] благодійний 1.8; благодіючий 2.11
αγαθοεργος ἀγαθοεργός / ἀγαθουργός -όν [ἀγαθός, ἔργον] благодійний 1.4; благодіючий 4.10
αγαθοποιεω ἀγαθοποιέω, contr. [ἀγαθοποιός] благодіяти 4.20, 4.21
αγαθοποιος ἀγαθοποιός -ον [ἀγαθός, ποιέω] благочинний 4.20, 5.2, 11.6; який благочинить 4.30
αγαθοπρεπης ἀγαθοπρεπής -ές [ἀγαθός, πρέπω] благувідповідний; ἀγαθοπρεπῶς adv. благувідповідно 1.2, 4.33, 12.3
αγαθοπτικος ἀγαθοπτικός -όν [ἀγαθός, ὀράω] бачити благо 4.23
αγαθος ἀγαθός -ή -όν благий; добрий 4.2, 11.1; n. τἀγαθόν = τὸ ἀγαθόν – Благо; Благе 2.3
αγαθοτης ἀγαθότης -ητος, ἡ [ἀγαθός] благість
αγαθοτυπος ἀγαθότυπος -ον [ἀγαθός, τύπος] благообразний 4.22
αγαθουργικος ἀγαθουργικός, -ή -όν благодійний 1.8; благодіючий 2.11
αγαθουργος ἀγαθουργός, -όν благодійний
αγαθοφυης ἀγαθοφυής -ές [ἀγαθός, φύω] з природи благий 2.1
αγαθυνω ἀγαθύνω /αα/ [ἀγαθός] облагодіювати 4.21, 4.24, 4.35, добро чинити 4.35
αγαθωνυμια ἀγαθωνυμία -ας, ἡ [ἀγαθός, ὄνομα] ймення Благо 3.1; ім’я Благо 4.1
αγαλλω ἀγάλλω /αα/ mp радіти 5.9
αγαλμα ἄγαλμα -ατος, τό /ᾰαα/ [ἀγάλλω] вираз 9.1
αγαπαω ἀγαπάω любити 4.5, 8.8, 11.3
αγαπη ἀγάπη -ης, ἡ /ᾰᾰ/ [ἀγαπάω] любов
αγαπησις ἀγάπησις -εως, ἠ [ἀγαπάω] любов 4.12; ваблення 4.13
αγαπητος ἀγαπητός -ή -όν [ἀγαπάω] возлюблений; любий 4.13; дорогий 4.18, 4.35
αγαστος ἀγαστός -ή -όν [ἄγαμαι] гідний захоплення 4.35
αγγελικος ἀγγελικός -ή -όν [ἄγγελος] ангельський
αγγελλω ἀγγέλλω [ἄγγελος] сповіщати; part. вість 4.22
αγγελοειδης ἀγγελοειδής -ές [ἄγγελος, εἶδος] ангелоподібний 6.2
αγγελομιμητος ἀγγελομίμητος -ον [ἄγγελος, μιμέομαι] ἀγγελομιμήτως adv. наслідуючи ангелів 1.5
αγγελοπρεπης ἀγγελοπρεπής -ές [ἄγγελος, πρέπω] ангелонайдостойніший 1.5; належний ангелам 4.2; ангелоподібний 4.34
αγγελος ἄγγελος -ου, ὁ, ἡ ангел
αγε, αγετε ἄγε, ἄγετε [pr. imper. act., див. ἄγω] ну ж бо 4.17; давай 11.1
αγενητος ἀγένητος [γίγνομαι] ненароджений 9.4; нестворений 10.3
αγηραος ἀγήραος -αον, contr. ἀγήραως -ων [γῆρας] нестаріючий 1.6, 10.2
αγιασμος ἁγιασμός -οῦ, ὁ [ἁγιάζω] Освячення 1.6
αγιος ἅγιος -α -ον [див. ἅζομαι] святий
αγιοτης ἁγιότης -ητος, ἡ [ἅγιος] святість 12.2, 12.3
αγκυλος ἀγκύλος -η -ον /ῠ/ [див. ἀγκών] заплутаний 11.6
αγλαια ἀγλαΐα -ας, ἡ /ι/ [ἀγλαός] пишність 4.7
αγνοεω ἀγνοέω, contr. [γιγνώσκω] не знати 7.2, 7.4, 8.1; не відати 2.9; бути у невіданні 13.4
αγνοια ἄγνοια -ας, ἡ [ἀγνοέω] невідання 4.5, 4.6; незнання 7.4
αγνωσια ἀγνωσία -ας, ἡ [ἀγνώς] незбагненність 1.1, 2.4; невідомість 7.3; невідання 7.3; непізнаванність 9.5; незнання
αγνωστος ἄγνωστος -ον [ἀγνοέω] незбагненний 1.1, 2.9, 4.11, 5.1, 7.3, 11.2; непізнаванний 1.4, 1.5, 11.1; недоступний для пізнання 8.2; без розуміння 4.11
αγονος ἄγονος -ον [γίγνομαι] безплідний 4.10; n. неродючість 4.32
αγος ἄγος -εος, contr. -ους, τό /ᾰ/ [ἅζομαι] гріх 12.2
αγω ἄγω /ᾰ/ вести; приводити 7.2, 9.9; призводити 11.1
αδελφοθεος ἀδελφόθεος -ου, ὁ [ἀδελφός, θεός] брат Божий 3.2
αδελφος ἀδελφός -οῦ, ὁ /ᾰ/ брат 3.2
αδιαβατος ἀδιάβᾰτος -ον [διαβαίνω] непрониклий 4.11
αδιαιρετος ἀδιαίρετος -ον [διαιρέω] без розділення 8.5; ἀδιαιρέτως adv. нероздільно 11.2; неподільно 11.2
αδιακριτος ἀδιάκρῐτος -ον [διακρίνω] нероздільний 2.4
αδιαλυτος ἀδιάλῠτος -ον [διαλύω] незруйновний 8.5; нерозривний 4.7, 11.2
αδιανοητος ἀδιανόητος -ον [διανοέω] непомисленний 1.1
αδιαπτωτος ἀδιάπτωτος -ον [διαπίπτω] невідпалий 11.4
αδιαστατος ἀδιάστᾰτος -ον [διίστημι] нерозривно 11.2
αδιαστροφος ἀδιάστροφος -ον [διαστρέφω] невикривлений 2.1
αδιαφθορος ἀδιάφθορος -ον [διαφθείρω] неминущий 8.5
αδιδακτος ἀδίδακτος -ον /ῐ/ [διδάσκω] недосяжний через [лише] навчання 2.9
αδικεω ἀδικέω /ᾰῐ/, contr. [ἄδικος] ображати 3.2; поводитися не по правді 8.8; переступати 13.4
αδικια ἀδικία -ας, ἡ /αιια/ [ἄδικος] несправедливість; неправота 4.35, 8.7
αδικος ἄδικος -ον /ᾰῐ/ [δίκη] несправедливий 4.19
αδρανε(ι)α ἀδράνε(ι)α -ας, ἡ [ἀδρανής] безсилля 4.4, 8.9
αδρανης ἀδρᾰνής -ές [δραίνω] n. недієвість 4.32
αδρος ἁδρός -ά -όν [див. ἁδήν] n. жорстокість 4.25
αδυναμια ἀδυναμία -ας [ἀδύναμος] безсилля 4.31, 4.35; неспроможність 4.23
αδυναμος ἀδύναμος -ον /αῠα/ [δύναμις] безсилий 4.29
αδυνατεω ἀδυνατέω /αῠα/, contr. [ἀδύνατος] не могти 4.26
αδυνατος ἀδύνατος -ον [δυνατός] n. неможливо; ἀδυνάτως adv. понад силу 1.2
αδυτος ἄδῠτος -ον [δύω] n. святилище недоступне 4.2, 4.22
αει ἀεί [див. αἰών] завжди, повсякчас, постійно, вічно, щораз
αεικινησια ἀεικῑνησία -ας, ἡ [ἀεικίνητος] постійний рух 6.1, 6.2, 8.4
αειφωτος ἀείφωτος -ον [ἀεί, φῶς] завжди сяючий 4.4
αεριος ἀέριος -α -ον /ᾱ/ [ἀήρ] повітряний 8.5
αζηλωτος ἀζήλωτος -ον [ζηλόω] незавидний 8.8
αζωος ἄζωος -ον [ζωή] без життя 5.3; ненаділений життям 4.4; n. нежиття 4.32
αηρ ἀήρ, ἀέρος, ὁ (ἡ) повітря
αθανασια ἀθανασία -ας, ἡ [ἀθάνατος] безсмертя; безсмертність 6.1
αθανατος ἀθάνατος -ον /ᾱαα/ [θάνατος] безсмертний; adv. ἀθανάτως – безсмертно
αθεσμος ἄθεσμος -ον [θεσμός] ἀθέσμως adv. беззаконно 2.1
αθεωρητος ἀθεώρητος -ον [θεωρέω] незримий 1.1
αθλητης ἀθλητής -οῦ, ὁ /ᾱ/ [ἀθλέω] борець 8.6
αθροος ἀθρόος, att. ἅθροος -όα -όον ἀθρόως adv. сукупно 12.3
αθυρω ἀθύρω /ᾰῡ/ part. грайливий 8.6
αιγλη αἴγλη -ης, ἡ світіння 2.4, 4.4; сяяння 4.5
αιδιος ἀίδιος -ον /ᾱιι/ [ἀεί] вічний; довічний 10.3
αιμα αἷμα -ατος, τό кров 2.9
αισθησις αἴσθησις -εως, ἡ [αἰσθάνομαι] чуття; чуттєвий [світ] 6.2
αισθητικος αἰσθητικός -ή -όν [αἰσθάνομαι] чуттєвий; наділений чуттям 4.4, 5.3; αἰσθητικῶς adv. чуттєво 1.5, 4.4
αισθητος αἰσθητός -ή -όν [αἰσθάνομαι] чуттєвий; наділений чуттями 4.4; відчутний 7.3
αισχος αἶσχος -εος, contr. -ους, τό негарність 4.27
αισχρος αἰσχρός -ά -όν [див. αἶσχος] негарний 4.7
αιτια αἰτία -ας, ἡ [αἴτιος] причина; причинність 4.21
αιτιατικος αἰτιᾱτικός -ή -όν [αἰτιατός] αἰτιατικῶς adv. що стосується причини 11.6
αιτιατος αἰτιᾱτός -ή -όν [αἰτιάομαι] спричинений 1.5, 1.6, 9.6, 9.7; n. наслідок 2.8
αιτιολογικος αἰτιολογικός -ή -όν [αἰτιολογέω] що стосується причини 2.3
αιτιος αἴτιος -ία -ιον [див. αἴνυμαι, αἰτέω] причина, Причина; спричинюючий 2.5, 12.4; Cпричинник 4.13, 13.1; бути причиною 4.13, 4.14; який спричинює 11.6
αιων αἰών -ῶνος, ὁ (ἡ) вік 1.6, 5.4, 5.5, 10.3, 11.5, 12.1; тривалість 2.10, 4.4, 5.4, 5.5, 5.8, 6.1, 8.5, 10.2; вічність 5.10, 8.6, 10.3, 12.1; ὁ αἰὼν τῶν αἰώνων – тривалість віків 5.4; πρὸ αἰῶνος – предвічний 10.3
αιωνιος αἰώνιος -ον [αἰών] вічний; αἰωνίως adv. вічно
ακαλλης ἀκαλλής -ές [κάλλος] без краси 5.8; n. некраса 4.32
ακαταληκτος ἀκατάληκτος -ον [καταλήγω] ἀκαταλήκτως adv. безперестанно 4.8
ακαταληπτος ἀκατάληπτος -ον [καταλαμβάνω] недосяжний 7.1
ακαταστασια ἀκαταστασία -ας, ἡ [ἀκατάστατος] заворушення 11.5
ακατονομαστος ἀκατονόμαστος -ον [κατονομάζω] неіменований 1.8
ακηλιδωτος ἀκηλίδωτος -ον /ῑ/ [κηλιδόω] незабруднений 4.22
ακινησια ἀκῑνησία -ας, ἡ [ἀκίνητος] нерухомість 11.1; незрушність 11.3
ακινητος ἀκίνητος -ον /ῑ/ [κινέω] нерухомий 4.31, 9.1, 9.8, 9.9, 10.2; непорушний 7.4, 9.8, 11.3, 11.4; незрушний 3.1
ακλητος ἄκλητος [καλέω] неназиваний 1.5, 1.8
ακλινης ἀκλῐνής -ές [κλίνω] n. невідхильність 9.9; ἀκλινῶς adv. невідхильно 1.2, 2.2
ακλιτος ἄκλιτος -ον [κλίνω] непохитний 8.2, 11.3; незламний 9.5
ακοη ἀκοή -ῆς, ἡ /ᾰ/ [ἀκούω] слух 8.2; вухо 4.11
ακοινωνητος ἀκοινώνητος -ον [κοινωνέω] чужий 1.2
ακολασια ἀκολᾰσία -ας, ἡ [κολάζω] розпуста 4.19
ακολαστος ἀκόλαστος -ον [κολάζω] розпусний
ακολουθος ἀκόλουθος -ον /ᾰ/ [κέλευθος] що слідує 3.2; ἀκολούθως adv. у згоді 1.4
ακοντιζω ἀκοντίζω [ἄκων] відкидати 3.1
ακοος ἀκοός -όν [ἀκούω] слухач 5.9
ακοσμια ἀκοσμία -ας, ἡ [ἄκοσμος] невпорядкованість 8.9
ακουσιος ἀκούσιος -ον /ᾱ/ [див. ἀεκούσιος] ἀκουσίως adv. невільно 13.4
ακουω ἀκούω слухати 3.3, 13.4; чути 3.2, 4.35; розуміти 2.1
ακραιφνης ἀκραιφνής -ές незіпсутий 4.22; непорушений 11.2
ακρατης ἀκρᾰτής -ές [κράτος] невловимий 9.3
ακριβεια ἀκρίβεια -ας, ἡ /αῑα/ [ἀκριβής] точність 3.3, 11.2, 12.3; точне значення 13.4
ακριβης ἀκρῑβής -ές [ἄκρος?, εἴβω?] точний 2.4, 2.8; ἀκριβῶς adv. точно 2.7; достеменно 1.7; строго 11.6
ακροαομαι ἀκροάομαι, contr. [ἄκρος, οὖς] сприймати 4.12
ακρον ἄκρον -ου, τό [ἄκρος] pl. краї 9.9, 11.2
ακροτης ἀκρότης -ητος, ἡ [ἄκρος] верхів’я 3.1; вершина 3.2; вищий ступень 4.2
ακτις ἀκτίς, -ῖνος, ἡ /αῑ/ сяяння; промінь 4.4; проміння 4.1; променіння 3.1
ακωλυτος ἀκώλυτος -ον [κωλύω] ἀκωλύτως adv. безперешкодно 9.3
ακων ἄκων -ουσα -ον /ᾱ/ [див. ἑκών] проти волі 4.33
αληθεια ἀλήθεια -ας, ἡ [ἀληθής] істина; дійсність 7.2, 13.3; πρὸς ἀλήθειαν – воістину 1.4; ἀλήθεια τῶν πραγμάτων – дійсність речей 4.19
αληθης ἀληθής -ές /α/ [λανθάνω] істинний; правдивий 2.1, 2.2; прямий 2.7; справжній 12.2; n. правда 4.28, 5.3, 8.8; ἀληθῶς adv. істинно, воістину, справді, насправді, по правді
αληθογνωσια ἀληθογνωσία -ας, ἡ [ἀληθής, γνῶσις] відання Істини 7.4
αληθοτης ἀληθότης -ητος, ἡ = ἀληθοσύνη -ης, ἡ [ἀληθής] Істинність 8.1
αληπτος ἄληπτος -ον [λαμβάνω] невловимий 1.1, 1.5
αληστος ἄληστος -ον [λανθάνω] пам’ятливий 4.35
αλις ἅλις /ᾰῐ/ [див. ἁλής, εἴλω] достатньо 2.11
αλληλουχια ἀλληλουχία -ας, ἡ [ἀλληλοῦχος] взаємозв’язок 4.7, 4.12, 4.15
αλληλων ἀλλήλων [ἄλλος, ἄλλος] між собою; взаємно; один одного
αλλοθεν ἄλλοθεν [ἄλλος] від [чогось] іншого 7.2
αλλοθι ἄλλοθι [ἄλλος] ἄλλοθι που – деінде 1.8
αλλοιοω ἀλλοιόω, contr. [ἀλλοῖος] змінювати 10.3, 4.23; перемінятися 4.23; перемінятися до гіршого 4.18; part. змінливий 4.21
αλλοιωσις ἀλλοίωσις -εως, ἡ змінливість 4.1; переміна 4.21, 4.34; переінакшення 9.5, 9.9; змінювання 10.3; несамовитість 11.5
αλλοιωτος ἀλλοιωτός -ή -όν [ἀλλοιόω] мінливий 7.4, 8.7
αλλοτε ἄλλοτε [ἄλλος] колись 11.6; ἄλλοτε ἄλλως – у той або інший спосіб 4.1; то в одному, то в іншому стані 10.3
αλλοτριοπραγια ἀλλοτριοπρᾱγία -ας, ἡ [ἀλλοτριοπραγέω] вторгнення 8.9
αλλοτριος ἀλλότριος -α -ον [ἄλλος] чужий 4.19, 4.25
αλλως ἄλλως [ἄλλος] adv. ἄλλως τε – інакше ж 4.23; і взагалі 4.23, 4.28; а також 13.3
αλογεω ἀλογέω, contr. [ἄλογος] упасти у нерозум 7.2
αλογια ἀλογία -ας, ἡ [ἄλογος] Безсловесність 1.1; нерозумність 9.5
αλογος ἄλογος -ον [λόγος] нерозумний 4.11, 4.20, 4.23, 7.1; ненаділений розумом 4.2, 4.25; n. нерозум 4.32, 7.2
αλυπος ἄλῡπος -ον [λύπη] вільний від печалі 10.1
αλυτος ἄλῠτος -ον [λύω] незламний 7.3
αλωβητος ἀλώβητος -ον [λωβάομαι] неспотворений 4.22; неушкоджений 8.5
αμα ἅμᾰ водночас, воднораз; разом 13.1
αμαρτανω ἁμαρτάνω part. провинний 4.22; порушник 4.35; ἁμαρτάνω σκοποῦ – помилитися 7.2
αμαρτια ἁμαρτία -ας, ἡ [ἁμαρτάνω] порушення 4.32, 4.34, 4.35
αμαυρος ἀμαυρός -ά -όν /ᾰ/ [див. ἀμυδρός?] слабкий 11.5
αμαχος ἄμαχος -ον [μάχη] без борні 8.9
αμβλυνω ἀμβλύνω /αῡ/ [ἀμβλύς] ослаблювати 8.2
αμβλυς ἀμβλύς -εῖα -ύ [див. ἀμαλός] ослаблий 8.2
αμεθεκτος ἀμέθεκτος -ον [μετέχω] непричетний 9.3; поза участю 11.6, 12.4; n. нестикання 2.6; ἀμεθέκτως adv. поза участю 2.5
αμεθεξια ἀμεθεξία -ας ἡ [ἀμέθεκτος] непричетність 2.5
αμειλικτος ἀμείλικτος -ον [μειλίσσω] непослаблений 8.8
αμειωτος ἀμείωτος -ον [μειόω] неприменшений 2.2; невгасаючий 2.11, 4.1; який, не маліє 4.4, 9.2; немаліючий 9.4, 13.1
αμελει ἀμέλει [ἀμελέω] adv. безперечно 4.4
αμελεω ἀμελέω, contr. [ἀμελής] легковажити 3.3
αμερεια ἀμέρεια -ας, ἡ [ἀμερής] неподільність 1.4, 7.2, 9.5; нероздільність 13.3
αμερης ἀμερής -ές [μέρος] неподільний 2.11, 11.2; той, що не складається з частин 9.5, 9.10; ἀμερῶς adv. неподільно 2.1, 11.1
αμεριστος ἀμέριστος -ον [μερίζω] неподільний 2.11, 7.2; ἀμερίστως adv. неподільно 9.6
αμεταβλητος ἀμετάβλητος -ον [μεταβάλλω] незмінний 4.30, 8.9, 9.4, 10.2
αμεταβολος ἀμετάβολος -ον [μεταβολή] незмінний 1.4, 7.4, 8.7
αμετακινητος ἀμετακίνητος -ον /ῑ/ [μετακινέω] незрушний 4.7; n. непорушність 9.8
αμεταπειστος ἀμετάπειστος -ον [μεταπείθω] незмінний 7.4
αμεταπτωτος ἀμετάπτωτος -ον [μεταπίπτω] незмінний 4.2, 8.9; непохитний 9.4; непорушний 12.2; ἀμεταπτώτως adv. непорушно 8.4
αμεταστατος ἀμετάστᾰτος -ον [μεθίστημι] n. непереміщення 9.8
αμεταχωρητος ἀμεταχώρητος -ον [μετά, χωρέω] неперехідний 8.9
αμετοχος ἀμέτοχος -ον [μετέχω] без участі 4.33, непричетний 13.2
αμετρια ἀμετρία -ας, ἡ [ἄμετρος] незмірність 1.1
αμιγης ἀμῐγής -ές [μίγνυμι] незмішаний 2.4, 4.20, 11.2; незмішуваний 2.11, 9.4; непримішаний 4.33, 8.7, 12.3; бездомішковий 7.2, 11.2, 11.3; ἀμιγῶς adv. незмішано 2.4; без змішання 2.5, 10.1; чисто 4.22
αμιμητος ἀμίμητος -ον /ῑ/ [μιμέομαι] неуподібнюваний 9.7
αμοιβαιος ἀμοιβαῖος -ον [ἀμοιβή] навперемін 3.1
αμοιρος ἄμοιρος -ον [μοῖρα] ненаділений 4.4, 4.20, 4.23, 4.32
αμορφια ἀμορφία -ας, ἡ [ἄμορφος] безформність 1.1
αμορφος ἄμορφος -ον [μορφή] без форми 5.8
αμορφωτος ἀμόρφωτος -ον [μορφόω] без форми 1.4
αμυδρος ἀμυδρός -ά -όν /ᾰ/ невиразний 4.1; слабкий 4.20, 5.7
αμυητος ἀμύητος -ον [μυέω] невтаємничений 1.8
αμυστος ἄμυστος див. ἀμύητος 1.8
αμφιβιος ἀμφίβιος -ον [ἀμφί, βίος] земноводний 4.2
αμφοτερος ἀμφότερος -α -ον [ἄμφω] обидва
αμφω ἄμφω -οῖν, τώ обоє 4.30, 9.9; обидва 9.6
αναβαινω ἀναβαίνω [ἀνά, βαίνω] підніматися 5.7, 11.2
αναγκαιος ἀναγκαῖος -α -ον /αα/ [ἀνάγκη] необхідний 4.28; потрібний 11.6; n. необхідність 4.28, необхідне 4.28
αναγκη ἀνάγκη -ης, ἡ /ᾰα/ необхідно 4.19; приневолення 8.7
αναγω ἀνάγω [ἀνά, ἄγω] возводити 2.1, 3.1, 4.2, 4.9, 5.9; підносити 7.1; mp здійматися 1.3; підійматися 1.3
αναγωγη ἀναγωγή -ῆς, ἡ [ἀνάγω] підведення 4.12
αναγωγικος ἀναγωγικός -ή -όν [ἀνάγω] виводити 4.2
αναγωγος ἀναγωγός -όν [ἀνάγω] ведучий вгору 4.14
αναθαλπω ἀναθάλπω [ἀνά, θάλπω] зігрівати 5.8
αναθετεον ἀναθετέον [ἀνατίθημι] adj. verb. належить присвоювати 1.1; слід присвоювати 5.9; належить зараховувати 13.4
αναιρεσις ἀναίρεσις -εως, ἡ [ἀναιρέω] втрата 4.23
αναιρεω ἀναιρέω, contr. [ἀνά, αἱρέω] усувати 4.18, 4.20; покласти край 4.23; віднімати 4.25; забирати 13.3
αναισθητος ἀναίσθητος -ον [αἰσθάνομαι] n. безчуття 7.2
αναιτιος ἀναίτιος -ον [αἴτιος] що не має причини 4.30; n. безпричинність 4.32, непричина 4.35
ανακαθαιρω ἀνακαθαίρω [ἀνά, καθαίρω] прояснювати 9.5
ανακαινισμος ἀνακαινισμός -οῦ, ὁ [ἀνακαινίζω] відновлення 1.3
ανακαλεω ἀνακᾰλέω, contr. [ἀνά, καλέω] призивати знову 1.4; прикликати 6.2
ανακαλυπτω ἀνακᾰλύπτω [ἀνά, καλύπτω] відкривати 1.1
ανακηρυσσω ἀνακηρύσσω, att. ἀνακηρύττω [ἀνά, κηρύσσω] проголошувати 8.6
ανακινεω ἀνακῑνέω, contr. [ἀνά, κινέω] здвигати вгору 4.5, 5.8; рухатися вгору 4.11; зрушувати 8.5
ανακλησις ἀνάκλησις -εως, ἡ [ἀνακαλέω] прикликання 1.3
ανακτορον ἀνάκτορον -ου, τό /ᾰα/ [ἀνάκτωρ] храм 1.8
ανακυκλεω ἀνακυκλέω, contr. [ἀνά, κύκλος] обертати 4.17
αναλαμβανω ἀναλαμβάνω [ἀνά, λαμβάνω] знову взятися 2.4; зібрати знову 4.16; повторювати 11.6
αναλαμπω ἀναλάμπω [ἀνά, λάμπω] засяяти 4.22; засвічувати 2.4
αναλλοιωτος ἀναλλοίωτος -ον [ἀλλοιόω] незмінний; який не змінюється 4.4; непереінакшуваний 9.4; непереінакшений 2.3; n. незмінність 10.3; ἀναλλοιώτως adv. незмінно 2.10
αναλογια ἀναλογία -ας, ἡ [ἀνάλογος] пропорція 4.10, 8.9; κατὰ τὴν ἀναλογίαν – в міру здатності 1.1, 4.2, 4.5, 7.3
αναλογικος ἀναλογικός -ή -όν [ἀνάλογος] за подібністю 5.9
αναλογος ἀνάλογος -ον [ἀνά, λέγω] відповідний 1.2; ἀναλόγως adv. відповідно 4.20, 4.33; відповідно [до здатності] 1.4, 4.1, 4.20; в міру здатності 1.4; співрозмірно 4.20; в міру сил 3.2; ἀνάλογον n. adv. по мірі 2.4
αναμορφωσις ἀναμόρφωσις -εως, ἡ [ἀναμορφόω] новотворення 1.3
ανανεαζω ἀνανεάζω [ἀνά, νεάζω] оновляти 4.6
ανανεοω ἀνανεόω, contr. [ἀνά, νεόω] відновлювати 4.4, 5.8
ανανευσις ἀνάνευσις -εως, ἡ [ἀνανεύω] височінь 3.1; прямувати вгору 4.5
ανανευω ἀνανεύω [ἀνά, νεύω] підноситися 1.1, 2.2
αναντης ἀνάντης -ες [ἀνά, ἄντην] n. вишнє 1.1
αναπαλιν ἀνάπᾰλιν [ἀνά, πάλιν] навпаки
αναπεμπω ἀναπέμπω [ἀνά, πέμπω] відносити 13.3
αναπιμπλημι ἀναπίμπλημι [ἀνά, πίμπλημι] наповнювати 4.30
αναπλεος ἀνάπλεος -α -ον, att. ἀνάπλεως -εα -εων [ἀνά, πλέως] сповнений 1.4
αναπληροω ἀναπληρόω, contr. [ἀνά, πληρόω] поповнювати 8.9
αναπλοω ἀναπλόω, contr. [ἀνά, ἁπλόω] відкривати 4.4
αναπτεροω ἀναπτερόω, contr. [ἀνά, πτερόω] здійматися на крилах 1.2
αναπτυξις ἀνάπτυξις -εως, ἡ [ἀναπτύσσω] роз’яснення 1.1, 9.5; роз’яснювання 9.5; пояснення 13.4; пояснювання 1.8; розкривання 1.8
αναπτυσσω ἀναπτύσσω [ἀνά, πτύσσω] розкривати; розгортати 3.2
αναριθμος ἀνάριθμος -ον /αᾰ/ [ἀριθμός] незчисленний 9.2
αναρμοστια ἀναρμοστία -ας, ἡ [ἀνάρμοστος] незлагодженість 12.3
αναρπαζω ἀναρπάζω [ἀνά, ἁρπάζω] витягати 8.9
αναρχος ἄναρχος -ον [ἀρχός] безначальний
αναστασις ἀνάστᾰσις -εως, ἡ [ἀνίστημι] воскресення, воскресіння
ανατασις ἀνάτᾰσις -εως, ἡ [ἀνατείνω] направляння вгору 4.12
ανατατικος ἀνατᾰτικός -ή -όν [ἀνατείνω] яке скеровує вгору 1.3
ανατεινω ἀνατείνω [ἀνά, τείνω] скеровувати вгору 1.2, 3.1; бути зверненим вгору 1.2, 1.3, 4.16; підіймати 1.4, 4.2, 4.5
ανατιθημι ἀνατίθημι [ἀνά, τίθημι] підносити 1.4; застосовувати 2.1, 11.1; присвоювати 2.1, 13.3; приписувати 7.2; відмовлятися 4.12; надавати 9.1
αναυξης ἀναυξής -ές [αὐξάνω] незростаючий 9.4, 13.1; який не зростає 4.4
αναφης ἀνᾰφής -ές [ἅπτω] невідчутний 1.1; невловимий 7.2; безтілесний 9.5
αναχωρεω ἀναχωρέω, contr. [ἀνά, χωρέω] відходити 8.8
ανδρειος ἀνδρεῖος -α -ον [ἀνήρ] ἀνδρείως adv. мужньо 8.6
ανδρικος ἀνδρικός -ή -όν [ἀνήρ] ἀνδρικῶς adv. мужньо 8.8; [сутність] чоловіка 2.9
ανειδεος ἀνείδεος -ον [εἴδος] той, що без змісту 2.10; той, що без ідеї [існування] 4.3, 4.18; без вигляду 4.28
ανειμι ἄνειμι [ἀνά, εἶμι] підійматися 7.3
ανεκλειπτος ἀνέκλειπτος -ον [ἐκλείπω] неприпинний 8.5, 13.1; безперестанний 4.7; нескінченний 4.1; невичерпний 2.1
ανεκφαντος ἀνέκφαντος -ον [ἐκφαίνω] невиявний 5.1
ανεκφοιτητος ἀνεκφοίτητος -ον [ἐκφοιτάω] неізходящий 2.4; невіддільний 2.11, 4.13; ἀνεκφοιτήτως adv. невіддільно 9.5; не відходячи 2.11, 4.8; не виходячи 13.2
ανελαττωτος ἀνελάττωτος -ον [ἐλαττόω] незменшуваний 2.11; немаліючий 8.4, 13.1
ανελιξις ἀνέλιξις -εως, ἡ [ἀνελίσσω] розгортання 3.2
ανελισσω ἀνελίσσω, att. ἀνελίττω [ἑλίσσω] розгортати 2.7; розкривати 2.11; повертати 4.17
ανεμποδιστος ἀνεμπόδιστος -ον [ἐμποδίζω] ἀνεμποδίστως adv. без перешкод 9.3
ανενδεης ἀνενδεής -ές [ἐνδεής] немаючий нестачі 6.3
ανεξερευνητος ἀνεξερεύνητος -ον [ἐξερευνάω] недовідомий 1.2; недосліджуваний 1.3; недослідний 7.3
ανεξιχνιαστος ἀνεξιχνίαστος -ον [ἐξιχνιάζω] недослідний 1.2; недослідимий 7.1
ανεπιθολωτος ἀνεπιθόλωτος -ον [ἐπιθολόω] незатьмарений 2.7, 3.1
ανεπινοητος ἀνεπινόητος -ον [ἐπινοέω] незбагненний 8.2
ανεπιστημων ἀνεπιστήμων -ον, G. -ονος [ἐπιστήμη] ἀνεπιστημόνως adv. несвідомо 11.5
ανεπιτηδειος ἀνεπιτήδειος -ον [ἐπιτήδειος] негідний 4.22
ανεπιτηδειοτης ἀνεπιτηδειότης -ητος, ἡ [ἀνεπιτήδειος] неточність 2.6; нездатність 4.4
ανεραστος ἀνέραστος -ον [ἔραμαι] нелюбий 8.8
ανευ ἄνευ /ᾰ/ без
ανευφημεω ἀνευφημέω, contr. [ἀνά, εὐφημέω] привітати 11.1
ανεφικτος ἀνέφικτος -ον [ἐφικνέομαι] недосяжний 3.3; недоступний 8.6
ανηκοος ἀνήκοος -ον [ἀκούω] n. те, що не чує 8.2
ανηρ ἀνήρ, ἀνδρός, ὁ чоловік, муж; людина 4.12, 6.2, 8.8, 11.1
ανθος ἄνθος -ους, τό цвітіння 2.7
ανθρωπικος ἀνθρωπικός -ή -όν [ἄνθρωπος] людський; ἀνθρωπικῶς adv. людськими [словами] 6.3
ανθρωπινος ἀνθρώπινος -η -ον [ἄνθρωπος] людський
ανθρωπος ἄνθρωπος -ου, ὁ, ἡ людина; чоловік 11.6
ανιδρυτος ἀνίδρῡτος -ον [ἱδρύω] несталий 11.1; неустановлений 11.5; n. безосновність 4.32
ανιερος ἀνίερος -ον /ῑ/ [ἱερός] нечестивий 1.3; неосвячений 4.22
ανισοτης ἀνισότης -ητος, ἡ [ἄνισος] нерівність 8.9, 12.3
ανισταω ἀνιστάω, contr. = ἀνίστημι
ανιστημι ἀνίστημι [ἀνά, ἵστημι] підіймати 8.9
ανοδος ἄνοδος -ου, ἡ [ἀνά, ὁδός] восходження 13.3
ανοησια ἀνοησία -ας, ἡ [ἀνόητος] Неумозримість 1.1
ανοητος ἀνόητος -ον [νοέω] неумозримий 1.1; без змісту 4.11
ανοθευτος ἀνόθευτος -ον [νοθεύω] бездоганний 13.4
ανοια ἄνοια -ας, ἡ [ἄνοος] безглуздя 8.6
ανοικιζω ἀνοικίζω [ἀνά, οἰκίζω] бути далеким 4.1
ανομματος ἀνόμματος -ον [ὄμμα] беззорий 4.11
ανομοιος ἀνόμοιος -ον [ὅμοιος] неподібний; неоднаковий 2.6
ανομοιοτης ἀνομοιότης -ητος, ἡ [ἀνόμοιος] неподібність
ανοος ἄνοος -οον, contr. ἄνους -ουν [νοῦς] безумний 4.23, 7.1; n. безум 4.32, 7.2; те, що без ума 4.3
ανορθοω ἀνορθόω, contr. [ἀνά, ὀρθόω] виправляти 4.20
ανουσιος ἀνούσιος -ον [οὐσία] несущий; без буття 5.3; n. subst. те, що без буття 4.3; без сутності 4.19, 4.32; безсутність 4.32
ανταγωνιστης ἀνταγωνιστής -οῦ, ὁ [ἀνταγωνίζομαι] супротивник 8.6
ανταναιρεω ἀνταναιρέω, contr. [ἀντί, ἀναιρέω] скриватися 6.1
αντανιστημι ἀντανίστημι [ἀντί, ἀνίστημι] противитися 2.2
ανταποστελλω ἀνταποστέλλω [ἀντί, ἀποστέλλω] надсилати назад 3.2
αντερω ἀντερῶ [див. ἀντείρω] перечити 2.1
αντεχω ἀντέχω [ἀντί, ἐχω] med. триматися 3.1
αντι ἀντί /ῐ/ замість; ἀνθ᾽ ὅτου – чому? 5.3
αντικειμαι ἀντίκειμαι [ἀντί, κεῖμαι] part. супротивний 4.19; протилежний 11.2; протилежність 5.10, 13.2
αντιλαμβανω ἀντιλαμβάνω [ἀντί, λαμβάνω] сприймати 8.2
αντιληψις ἀντίληψις -εως, ἡ [ἀντιλαμβάνω] можливість ухопитися 3.1
αντιπαλος ἀντίπᾰλος -ον [ἀντί, πάλη] противник 8.6
αντιπεπονθοτως ἀντιπεπονθότως [ἀντιπάσχω] adv. з протилежним значенням 7.1
αντιρρητικος ἀντιρρητικός -ή -όν [ἀντείρω] суперечний 6.2
αντιστρεφω ἀντιστρέφω [ἀντί, στρέφω] переміщати 2.5; звертати 9.6
αντιστροφη ἀντιστροφή -ῆς, ἡ [ἀντιστρέφω] взаємопереставляння 2.3, 9.6
αντιτιθημι ἀντιτίθημι [ἀντί, τίθημι] протистояти 4.19
αντιτυπος ἀντίτῠπος -ον [ἀντιτύπτω] жорсткий 2.6
αντιφημι ἀντίφημι [ἀντί, φημί] перечити 11.3
αντωπεω ἀντωπέω, contr. [ἀντωπός] прямо глядіти 3.3
ανυμνεω ἀνυμνέω, contr. [ἀνά, ὑμνέω] звеличувати 5.4, 6.3, 13.1
ανω ἄνω /ᾰ/ [ἀνά] уверх 4.4; вгорі 3.1, 4.4
ανωλεθρος ἀνώλεθρος -ον [ὄλεθρος] незнищенний 4.2; n. незруйновність 6.1; незнищенність 6.1
ανωνυμια ἀνωνυμία -ας, ἡ [ἀνώνυμος] Безіменність 1.1
ανωνυμος ἀνώνῠμος -ον [ὄνομα] безіменний 1.6, 7.1; неіменований 1.6; n. безіменність 1.7
ανωτατος ἀνώτατος -η -ον [ἄνω] найвищий 4.4
αξια ἀξία -ας, ἡ [ἄξιος] достойність 3.3; заслуга 4.22; κατ’ ἀξίαν – по заслузі; за достойністю 8.7, 8.8, 9.10
αξιος ἄξιος -α -ον [див. ἄγω] вартий 4.22
αξιοω ἀξιόω, contr. [ἄξιος] удостоювати 7.2; бути достойним 1.5, 12.3; уважати 5.9; уважати за потрібне 3.2; запропонувати 4.19; відзначати 8.9
αολλης ἀολλής -ές [див. ἁλής] ἀολλής ποιεῖν – згуртовувати воєдино 4.4, 4.6
αορατος ἀόρατος -ον [ὁρατός] невидимий 1.2, 4.4, 7.1, 7.2
αοριστια ἀοριστία -ας, ἡ [ἀόριστος] безмежність 13.3
αοριστος ἀόριστος -ον [ὁρίζω] що не має визначення 4.30; без визначення 4.31; неозначений 9.3, 11.1; необмежений 11.5; n. неозначеність 4.32
απαγω ἀπάγω /αᾰ/ [ἀπό, ἄγω] відсторонювати 1.6
απαθης ἀπᾰθής -ές [πάθος] безстрасний 1.4
απαλος ἁπαλός -ή -όν /ᾰᾰ/ м’який 2.6
απαμβλυνω ἀπαμβλύνω /ῡ/ [ἀπό, ἀμβλύς] послабляти 11.2
απαναινομαι ἀπαναίνομαι [ἀπό, ἀναίνομαι] відкидати 5.9; оминати 2.4
απανταχη ἁπανταχῆ (ἁπανταχῇ) [ἅπας] всюди 3.1
απαρατηρητος ἀπαρατήρητος -ον [παρατηρέω] ἀπαρατηρήτως adv. беззастережно 2.1, 2.11
απαρατρεπτος ἀπαράτρεπτος -ον [παρατρέπω] неперекручений 2.2; ἀπαρατρέπτως adv. несхибно 10.3
απαραφθορος ἀπαράφθορος -ον [παραφθείρω] неушкоджений 1.4
απαρεγκλιτος ἀπαρέγκλῐτος -ον [παρεγκλίνω] неухильний 6.2; невідхильний 9.9; не відхилятися 9.10
απαριθμεω ἀπᾰριθμέω, contr. [ἀπό, ἀριθμέω] перелічувати 4.2
απαρχω ἀπάρχω [ἀπό, ἄρχω] розпочинати 3.1
απαταω ἀπατάω /ααα/, contr. [ἀπάτη] мати помилкову думку 7.1
απαυστος ἄπαυστος -ον [παύομαι] неприпинний 9.5, 13.1
απειμι ἄπειμι [ἀπό, εἰμί] бути відсутнім 3.1, 4.20; part. ненаявний 8.6
απειραγαθος ἀπειράγαθος -ον /αᾰᾰ/ [ἄπειρος, ἀγαθός] нескінченно благий 8.4
απειρακις ἀπειράκις [ἄπειρος] adv. незліченну кількість разів 8.2
απειργω ἀπείργω [ἀπό, εἴργω] відсторонювати 4.22
απειρια ἀπειρία -ας, ἡ [ἄπειρος] безконечність 1.1, 1.2, 3.1; безмежність 1.5, 4.10, 5.9, 5.10; нескінченність 9.2, 13.1, 13.3
απειροδυναμος ἀπειροδύναμος -ον безмежно сильний 8.2, 8.3; нескінченно сильний 3.2
απειροδωρος ἀπειροδώρος -ον [ἄπειρος, δῶρον] неустанний дародавець 5.3; нескінченно даровитий 9.2
απειρονικος ἀπειρονίκος -η, -ον [ἄπειρος, νίκη] той, що не звідав перемоги 8.6
απειρος ἄπειρος -ον [πεῖρας] нескінченний; неокреслений 4.31, 11.1, 11.5; незліченний 8.2; n. нескінченність; неокресленість; ἐπ’ ἄπειρον – до нескінченності 8.2
απειρωνυμος ἀπειρώνυμος [ἄπειρος, ὄνομα] Нескінченноіменований 12.1
απελαυνω ἀπελαύνω, rar. ἀπελάω, contr. [ἀπό, ἐλαύνω] проганяти 4.25, 6.2
απεργαστικος ἀπεργαστικός -ή -όν [ἀπεργάζομαι] той, хто творить 11.1
απεριληπτος ἀπερίληπτος -ον [περιλαμβάνω] неосяжний 1.2, 9.2, 9.3; безмежний 1.4; незбагненний 9.5
απεριοριστος ἀπεριόριστος -ον [περιορίζω] необмежений 8.2; ἀπεριορίστως adv. необмежено 1.7; необмежно 5.4
απερχομαι ἀπέρχομαι [ἀπό, ἔρχομαι] переставати 4.20, минати 4.20, 4.29
απεχθανομαι ἀπεχθάνομαι [ἀπό, ἔχθος] ненавидіти 11.5
απεχω ἀπέχω [ἀπό, ἔχω] бути відділеним 4.19
απηλικος ἀπηλίκος -η -ον без величини 9.3
απημων ἀπήμων -ον [πήμων] неушкоджуваний 4.21
απηχημα ἀπήχημα -ατος, τό [ἀπηχέω] відлуння 4.20; відгомін 4.4, 6.1, 7.2; прояв 8.2
απλανης ἀπλᾰνής -ές [πλανάω] невідхильний 4.14; n. невідхильність 4.9; несхибний 7.4
απληθυντος ἀπλήθυντος -ον [πληθύνω] неприбільшений 2.2; непомножуваний 2.11
απληρωτος ἀπλήρωτος -ον [πληρόω] якого неможливо наповнити 2.11
απλοος ἁπλόος -όη -όον, contr. ἁπλοῦς -ῆ -οῦν простий; нескладений 1.4; справдешній 7.4; superl. препростий 9.4, 11.2, 12.3; ἁπλῶς adv. просто 1.7, 5.4; прямо 1.3; взагалі 4.2, 4.6, 4.10, 4.19, 4.20, 4.21, 4.25, 5.5, 5.6; щедро 4.35 (Як 1,5); буквально 10.3
απλοτης ἁπλότης -ητος, ἡ [ἁπλόος] простота; простота-нескладність 7.4
απλοω ἁπλόω, contr. [ἁπλόος] mp той, що стремить до простоти 1.3
απο ἀπό G. від; з, із; завдяки 1.7
αποβλεπω ἀποβλέπω [ἀπό, βλέπω] звернути погляд 4.19; з огляду 4.19, 4.31
απογεννητωρ ἀπογεννήτωρ -ορος, ὁ [γεννάω] призвідник 4.14
απογευω ἀπογεύω [ἀπό, γεύω] med. смакувати 4.5
αποδεικνυμι ἀποδείκνῡμι / ἀποδεικνύω [ἀπό, δείκνυμι] показувати 2.3; об’являти 4.13; виявлятися 1.5; наводити 2.1; з’ясовувати 2.1, 4.35
αποδειλιαω ἀποδειλιάω, contr. [ἀπό, δειλιάω] страхатися 3.3
αποδειξις ἀπόδειξις -εως, ἡ [ἀποδείκνυμι] доказ 1.1, 3.3
αποδεχομαι ἀποδέχομαι [ἀπό, δέχομαι] приймати 4.33; схвально вислуховувати 8.9; признавати 9.6
αποδεω ἀποδέω [ἀπό, δέω 2] поступатися 9.7, 13.4
αποδιαστελλω ἀποδιαστέλλω [ἀπό, διαστέλλω] відділяти 1.1
αποδιδωμι ἀποδίδωμι [ἀπό, δίδωμι] визначати 4.16; присвоювати 8.7
αποθνησκω ἀποθνῄσκω [ἀπό, θνῄσκω] помирати 7.4
αποιος ἄποιος -ον [ποιός] без приналежності 4.28
αποκαθαιρω ἀποκαθαίρω [ἀπό, καθαίρω] очищати 4.5
αποκαθιστημι ἀποκαθίστημι [ἀπό, καθίστημι] повертатися до свого попереднього стану 4.14
αποκαλεω ἀποκᾰλέω, contr. [ἀπό, καλέω] називати 8.1
αποκαμνω ἀποκάμνω [ἀπό, κάμνω] утомлюватися 3.3; переставати 13.4
αποκαταλλασσω ἀποκαταλλάσσω, att. ἀποκαταλλάττω [ἀπό, καταλλάσσω] знову примиряти 11.5
αποκαταστασις ἀποκατάστᾰσις -εως, ἡ [ἀποκαθίστημι] повертання 4.4; повернення [до попереднього стану] 8.5
αποκινεω ἀποκῑνέω, contr. [ἀπό, κινέω] відсторонювати 7.4
αποκριτεον ἀποκρῐτέον [ἀποκρίνω] adj. verb. слід заперечити 4.20
αποκρυφος ἀπόκρῠφος -ον [ἀποκρύπτω] сокровенний 5.2, 7.1
απολαμβανω ἀπολαμβάνω [ἀπό, λαμβάνω] набувати 12.1
απολαυω ἀπολαύω користати 11.2; зазнавати 12.2
απολειπω ἀπολείπω [ἀπό, λείπω] полишати 4.20; залишати непорушним 11.1; осягати 3.1; не досягати 3.3, 9.7, 13.3, 13.4; залишатися нижче 7.2; бути віддаленим 5.3, бути позаду 11.1; маліти 5.8
απολεμητος ἀπολέμητος -ον [πολεμέω] без брані 8.9
απολισθανω ἀπολισθάνω / poster. πολισθαίνω [ἀπό, ὀλισθάνω] зісковзувати 1.2, 1.3
απολισθησις ἀπολίσθησις -εως, ἡ [ἀπολισθάνω] сковзання 4.24
απολλυμι ἀπόλλῡμι / ἀπολλύω [ἀπό, ὄλλυμι] втрачати 4.25, 11.3; погубляти 4.19, 8.8; mp зникати 4.7
απολογια ἀπολογία -ας, ἡ [ἀπόλογος] захист 2.2; оправдання 3.2
απολυσις ἀπόλῠσις -εως, ἡ [ἀπολύω] увільнення 2.7
απολυτος ἀπόλῠτος -ον [ἀπολύω] вільний 9.2; ἀπολύτως adv. абсолютно 2.1, 9.4, 10.3, 11.6; сповна 12.3
απολυτροω ἀπολυτρόω, contr. [ἀπό, λυτρόω] увільняти 1.8; ізбавляти 8.9
απολυτρωσις ἀπολύτρωσις -εως, ἡ [ἀπολυτρόω] ізбавління 1.6, 8.9
απολυω ἀπολύω [ἀπό, λύω] увільняти 4.12; визволяти 8.9; вирішувати 11.6; mp бути вільним 7.4
απομοργμα ἀπόμοργμα -ατος, τό [ἀπομόργνυμι] витиск 2.6
απομυω ἀπομύω [κἠπέμυσα, див. ἐπιμύω] замикати 4.23
απονεμω ἀπονέμω [ἀπό, νέμω] уділяти 8.7, 8.8
αποπαυσις ἀπόπαυσις -εως, ἡ [ἀποπαύω] припинення 1.5
αποπαυω ἀποπαύω [ἀπό, παύω] припиняти 1.4
αποπερατωσις ἀποπεράτωσις -εως, ἡ [ἀποπερατόω] крайня межа 1.4; закінчення 4.4; край 11.2
αποπιπτω ἀποπίπτω [ἀπό, πίπτω] відпадати 1.3, 4.18, 4.20, 4.23, 11.5
αποπλαναω ἀποπλᾰνάω, contr. [ἀπό, πλανάω] відхилятися 13.4
αποπληροω ἀποπληρόω, contr. [ἀπό, πληρόω] наповнювати 12.2, 13.1; сповнювати 13.3; насичувати 1.4
αποπληρωσις ἀποπλήρωσις -εως, ἡ [ἀποπληρόω] поповнювання 11.5
αποπληρωτικος ἀποπληρωτικός -ή -όν [ἀποπληρόω] здійснення 2.10; який є сповненням 6.3
αποπτωσις ἀπόπτωσις -εως, ἡ [ἀποπίπτω] відпадіння 4.23, 4.27, 4.33, 4.34, 4.35, 8.9
απορεω ἀπορέω, contr. [ἄπορος] вагатися 11.6; ἀπορῶν λόγος – затруднений розум 4.19
απορια ἀπορία -ας, ἡ [ἄπορος] вагання 11.6
απορρεω ἀπορρέω [ἀπό, ῥέω] утікати 11.5
απορρητος ἀπόρρητος -ον [ἀπείρω] несказанний 7.1
αποσκοπεω ἀποσκοπέω, contr. [ἀπό, σκοπός] уважно вдивлятися 2.2; звертати погляд 4.20
αποσος ἄποσος -ον [ποσός] незмірний 9.2, без кількості 9.3
αποστατεω ἀποστᾰτέω, contr. [ἀποστάτης] стояти осторонь 5.5
αποστολος ἀπόστολος -ον [ἀποστέλλω] апостол
αποστοματιζω ἀποστομᾰτίζω [ἀπό, στόμα] проголошувати 11.6
αποσφαλλω ἀποσφάλλω [ἀπό, σφάλλω] відхилятися 8.9
αποσχιζω ἀποσχίζω [ἀπό, σχίζω] розділяти 2.1
αποσωζω ἀποσῴζω [ἀπό, σῴζω] зберігати 8.5, 8.9
αποτελεω ἀποτελέω, contr. [ἀπό, τελέω] довершувати 8.9; учиняти 10.1; pass. стати досконалим 2.9
αποτυποω ἀποτῠπόω, contr. [ἀπό, τυπόω] уподібнювати 4.1; відображати 7.2
απουσια ἀπουσία -ας, ἡ [ἄπειμι] відсутність 4.20, 4.24
αποφαινω ἀποφαίνω [ἀπό, φαίνω] об’являти 1.1; виявляти 11.3
αποφασις ἀπόφᾰσις -εως, ἡ [ἀπόφημι] заперечування 13.3
αποφασκω ἀποφάσκω [ἀπόφημι] забороняти 3.3; вживати заперечення 7.1
αποφοιταω ἀποφοιτάω, contr. [ἀπό, φοιτάω] відходити 6.2
αποφυγη ἀποφῠγή -ῆς, ἡ [ἀποφεύγω] віддалення 4.23, 4.35
αποχωριζω ἀποχωρίζω [ἀπό, χωρίζω] відділяти 3.1
απρονοητος ἀπρονόητος -ον [προνοέω] поза Промислом 4.33
απροσδεης ἀπροσδεής -ές [προσδέω] самодостатній 9.4
απροσιτος ἀπρόσῐτος -ον [πρόσειμι] неприступний 4.11, 7.2
απτωτος ἄπτωτος -ον [πίπτω] невідпалий 11.3, 11.4
απωθεω ἀπωθέω, contr. [ἀπό, ὠθέω] відштовхувати 3.1
αρα ἄρα отже, отож, тож; εἰ μὴ ἄρα – якщо тільки не 13.4
αρα ἆρᾰ [ἦ, ἄρα] чи? 4.30
αργος ἀργός -όν [див. ἀεργός] n. бездіяльність 4.32
αρετη ἀρετή -ῆς, ἡ [ἀρείων] чеснота
αριθμεω ἀριθμέω /ᾰ/, contr. [ἀριθμός] обчисляти 4.4
αριθμος ἀριθμός -οῦ, ὁ /ᾰ/ число 5.6, 9.2, 13.2, 13.3; кількість 4.4, 13.2; числення 4.4, 13.3; зчислення 7.1
αριστος ἄριστος -η -ον /ᾰ/ [див. ἀρείων] [superl. від ἀγαθός] найліпший 4.20; найвищий 3.3; кращий 8.8
αρκεοντως ἀρκεόντως / ἀρκούντως достатньо 4.35
αρμοζω ἁρμόζω [ἅρμα] належати 3.2; part. управителька 7.3
αρμονια ἁρμονία -ας, ἡ [ἅρμα] гармонія 1.4, 4.7, 4.10, 5.7, 11.2; співмірність 8.5; налагодженість 4.23; злагодженість 7.3
αρμος ἁρμός -οῦ, ὁ [див. ἅρμα] суглоб 9.3
αρνεομαι ἀρνέομαι, contr. заперечувати 8.6
αρνησις ἄρνησις -εως, ἡ [ἀρνέομαι] заперечення 8.6
αρραγης ἀρρᾰγής -ές [ῥήγνυμι] незламний 10.1
αρρενοτης ἀρρενότης -ητος, ἡ [ἄρρην] мужність 8.8
αρρεπης ἀρρεπής -ές [ῥέπω] непохитний 6.2; неспадаючий 8.4, 8.9; неникнучий 9.4
αρρητος ἄρρητος -ον [ῥητός] невимовний; несказанний; ἀρρήτως adv. несказанно 1.4
αρρωστεω ἀρρωστέω, contr. [ἄρρωστος] бути недужим 13.4
αρταω ἀρτάω, contr. [ἀείρω] звисати 3.1; pass. бути залежним 2.4
αρχαιος ἀρχαῖος -α -ον [ἀρχή] древній 10.2, 10.3; n. древність 10.3
αρχαιοτης ἀρχαιότης -ητος, ἡ [ἀρχαῖος] древність 10.2
αρχετυπια ἀρχετυπία -ας, ἡ [ἀρχέτυπος] оригінал 2.6
αρχετυπος ἀρχέτῠπος -ον [ἀρχή, τύπος] оригінал 2.5; першотвір 4.1; первообраз 4.4
αρχη ἀρχή -ῆς, ἡ [ἄρχω] начало; початок; першопричина 4.10; принцип 2.8, 2.10, 6.1, 6.3; починання 7.3; початковий стан 4.23; «ἀπ’ ἀρχῆς» – споконвіку (1Йо 1,1) 10.2
αρχηγικη ἀρχηγικὴ первопричину
αρχηγικος ἀρχηγικός -ή -όν [ἀρχηγός] починаючий 1.7; первинний 1.7, 5.9, 10.2; найперший 7.4; πάντων ἀρχηγικώτερον – передовсім 5.5; ἀρχηγικῶς adv. первинно 11.6
αρχιθεος ἀρχίθεος -ον [ἀρχι-, θεός] Перво-Бог 2.11
αρχικος ἀρχικός -ή -όν [ἀρχή] правлячий 11.6; перший 12.4; ἀρχικῶς adv. що стосується начала 11.6
αρχισυναγωγος ἀρχισυναγωγός -όν [ἀρχι-, συνάγω] начало зібрання 4.4; начало примирення 11.1
αρχιφωτος ἀρχίφωτος -ον [ἀρχι-, φώς] Джерело світла 4.6
αρχω ἄρχω [див. ἀρχή] починати; mp мати начало 5.8
ασαλευτος ἀσάλευτος -ον /αᾰ/ [σαλεύω] незворушний 9.8
ασαφης ἀσᾰφής -ές [σαφής] неясний 2.4; n. невиразність 2.6
ασβεστος ἄσβεστος -ον [σβέννυμι] незгасний 8.5
ασθενεια ἀσθένεια -ας, ἡ [ἀσθενής] ослаблення; неміч 3.2; слабкість 8.2
ασθενεω ἀσθενέω, contr. [ἀσθενής] слабшати 4.23; ослабати 4.35, 13.4; бути неспроможним 4.23
ασθενης ἀσθενής -ές [σθένος] слабкий 8.7; слабосилий 8.6; крихкий 8.6
ασκητης ἀσκητής -οῦ, ὁ [ἀσκέω] учень 13.4
ασκοπος ἄσκοπος -ον [σκοπός] n. неціль 4.32
αστασιαστος ἀστασίαστος -ον [στασιάζω] без незгод 8.9; без чвар 11.3
αστατος ἄστᾰτος -ον [ἵστημι] нестійкий 2.9; непостійний 4.1, 4.28, 7.4; несталий 4.23, 11.5
αστηρ ἀστήρ -έρος, ὁ зоря
αστρωος ἀστρῳος -α -ον [ἄστρον] зоряний; зоря 8.5
ασυγκριτος ἀσύγκρῐτος -ον [συγκρίνω] незрівнянний 9.7
ασυγχυτος ἀσύγχῠτος -ον [συγχέω] незлитий 1.4, 4.2, 11.2; незмішаний 4.2, 5.7; без змішання 4.7; без злиття 8.5; ἀσυγχύτως adv. незлитно 2.10; без злиття 2.5, 11.2
ασυμμετρια ἀσυμμετρία -ας, ἡ [ἀσύμμετρος] несумірність 4.32, 12.3
ασυμμετρος ἀσύμμετρος -ον [σύμμετρος] несумірний 4.31
ασυμμιξια ἀσυμμιξία -ας, ἡ [ἀσύμμικτος] незмішуваність 4.7
ασυμφυρτος ἀσύμφυρτος -ον [συμφύρω] без змішання 8.5, 11.3; незмішаний 8.7
ασυντακτος ἀσύντακτος -ον [συντάσσω] несумірний 9.7
ασυστατος ἀσύστᾰτος -ον [συνίστημι] нецупкий 2.6
ασφαλεια ἀσφάλεια -ας, ἡ /αᾰα/ [ἀσφαλής] певність 1.3; захист 8.5
ασφαλιζω ἀσφᾰλίζω [ἀσφαλής] забезпечувати 8.5; убезпечувати 10.1; запевняти безпеку 11.1
ασχετος ἄσχετος -ον [ἔχω] невпинний 2.5; невловимий 4.16, 9.9; ἀσχέτως adv. невловимо 1.7; невідносно 5.6; необмежено 5.8
ασχηματιστος ἀσχημάτιστος -ον /αα/ [σχηματίζω] безвидний 1.1; неокреслений 1.4; безформний 4.4; безо́бразний 9.5
ασωματος ἀσώμᾰτος -ον [σῶμα] безтілесний 1.1, 9.5; безплотний 4.1; ἀσωμάτως adv. безтілесно 2.8
ατακτος ἄτακτος -ον [τάσσω] невпорядкований 4.21, 4.28, 11.1; n. непорядок 4.32; безчинство 8.9
αταξια ἀταξία -ας, ἡ [ἄτακτος] безчинство 8.9; неспосібність впорядкувати 11.5
ατε ἅτε /ᾰ/, conj. позаяк 11.6
ατελεια ἀτέλεια -ας, ἡ [ἀτελής] недосконалість 4.23, 7.2
ατελειωτος ἀτελείωτος -ον [τελειόω] незавершений 9.4
ατελευτητος ἀτελεύτητος -ον [τελευτάω] безконечний, нескінченний
ατελης ἀτελής -ές [τέλος] недосконалий; нескінченний 4.19; n. недосконале 4.25; недосконалість 4.32; ἀτελῶς adv. недосконало 13.4
ατευξια ἀτευξία -ας, ἡ [ἄτευκτος] позбавлення 4.23, утрата 4.24
ατεχνια ἀτεχνία -ας, ἡ [ἄτεχνος] безмистецькість 4.30
ατιμαστεος ἀτῑμαστέος -α -ον [ἀτιμάζω] ἀτιμαστέον adj. verb. слід вважати недостойним 9.6
ατονια ἀτονία -ας, ἡ [ἄτονος] немічність 8.9
ατοπος ἄτοπος -ον [τόπος] недоречний; безглуздий 7.1; неподобний 4.12
ατρανωτος ἀτράνωτος -ον /αᾱ/ [τρανόω] неясний 4.11
ατρεπτος ἄτρεπτος -ον [τρέπω] незмінний 9.4
ατυπωτος ἀτύπωτος -ον /ῠ/ [τυπόω] безформний 1.1; без образу 1.4
αυ αὖ теж 13.1
αυγη αὐγή -ῆς, ἡ сяйво 1.1, 1.3; сяяння 4.4
αυθις αὖθις [αὖ] adv. відтак, знову, знову-таки, назад; зворотно 4.12, 9.9; натомість 4.28
αυλια ἀυλία -ας, ἡ /αῡα/ [ἄυλος] нематеріальність 2.8, 7.2
αυλος ἄϋλος -ον /α/ [ὕλη] нематеріальний; ἀΰλως adv. нематеріально
αυξανω αὐξάνω / αὔξω ростити 4.4, 5.8; mp. більшати 4.7
αυξητικος αὐξητικός -ή -όν [αὐξάνω] ростинний 6.3, 8.5
αυρα αὔρα -ας, ἡ вітерець 9.1
αυταρκης αὐτάρκης -ες [αὐτός, ἄρκιος] достатньо сильний 13.4
αυτενεργητος αὐτενέργητος -ον [αὐτός, ἐνεργέω] самодіяльний 4.14
αυτοαγαθοτης αὐτοαγαθότης -ητος, ἡ [αὐτοαγαθός] сама благість 2.1, 11.6
αυτοαγιοτης αὐτοαγιότης -ητος, ἡ [αὐτοάγιος] сама святість 12.1
αυτοαιων αὐτοαιών -ῶνος, ὁ [αὐτός, αἰών] сама вічність 5.10
αυτοδυναμις αὐτοδύναμις -εως, ἡ /ῠα/ [αὐτός, δύναμις] сила сама по собі 4.20, 8.2; сама сила 11.6
αυτοειναι αὐτοεῖναί [αὐτός, εἰμί] саме буття 6.1, 11.6
αυτοειρηνη αὐτοειρήνη -ης, ἡ [αὐτός, εἰρήνη] сам мир 4.21, 11.2
αυτοενωσις αὐτοένωσις -εως, ἡ [αὐτός, ἕνωσις] сама єдиність 5.5
αυτοζωη αὐτοζωή -ῆς, ἡ [αὐτός, ζωή] саме життя 2.8, 5.5, 6.1, 6.2, 11.6
αυτοζωος αὐτόζωος -ωον, contr. αὐτόζως -ων [αὐτός, ζωή] маючий життя у собі 6.3
αυτοζωωσις αὐτοζώωσις -εως, ἡ [αὐτός, ζώωσις] саме наділяння життям 11.6
αυτοθεοτης αὐτοθεότης -ητος, ἡ [αὐτός, θεότης] сама Божественність 11.6
αυτοθεωσις αὐτοθέωσις -εως, ἡ [αὐτόθεος] саме обоження 11.6
αυτοισοτης αὐτοισότης -ητος, ἡ [αὐτόισον] сама рівність 9.10
αυτοκακος αὐτόκᾰκος -ον [αὐτός, κακός] n. зло само по собі 4.20; саме зло 4.20
αυτοκαλλοποιος αὐτοκαλλοποιός -ον [αὐτός, κάλλος, ποιέω] що вчиняє саму красу 11.6
αυτοκαλλος αὐτόκαλλος -ους, τό [αὐτός, κάλλος] сама краса 11.6
αυτοκινητικος αὐτοκινητικός -όν [αὐτοκίνητος] саморушний 4.17
αυτοκινητος αὐτοκίνητος -ον /ῑ/ [αὐτός, κινέω] саморушний 4.14; саморухомий 4.17; самовільно рухомий 4.33; вільний сам рухатися 4.33, 8.7
αυτολιθος αὐτόλιθος -ον [αὐτός, λίθος] самородний камінь 1.6
αυτομετοχη αὐτομετοχή -ῆς, ἡ [αὐτός, μετοχή] сама участь 5.5; участь як така 12.4
αυτονοητος αὐτονόητος -ον [αὐτόνους] самоумоглядний 4.16
αυτοομοιοτης αὐτοομοιότης -ητος, ἡ [αὐτός, ὁμοιότης] сама подібність 5.5; подібність як така 9.6
αυτοουσιωσις αὐτοουσίωσις -εως, ἡ [αὐτοουσία] саме наділяння буттям 11.6
αυτοπραγια αὐτοπρᾱγία -ας, ἡ [αὐτοπραγέω] самостійність діяння 8.7
αυτοπτικος αὐτοπτικός -ή -όν безпосередній 3.2
αυτος αὐτός -ή -ό сам; ὁ αὐτός > αὑτός – такий самий, такий же; αὐτὸ καθ᾽ αὑτό – само по собі 4.23, 5.5, 9.4; κατὰ τὰ αὐτά – однаково 4.7, 4.20, 7.4, 9.4; у тому самому стані 9.8; κατὰ τὸ αὐτό – так само 4.32; таким самим [способом] 4.14; у тому ж самому відношенні 4.20
αυτοσοφια αὐτοσοφία -ας, ἡ [αὐτόσοφος] сама Премудрість 7.1; сама мудрість 5.5, 7.1, 11.6
αυτοσχεδιαζω αὐτοσχεδιάζω [αὐτοσχέδιος] part. нерозважливий 11.6
αυτοταξις αὐτόταξις -εως, ἡ [αὐτός, τάξις] сам порядок 5.5
αυτοτελης αὐτοτελής -ές [αὐτός, τέλος] сам по собі досконалий 9.4; самодостатній 13.1
αυτουπεραγαθοτης αὐτοϋπεραγαθότης -τητος, ἡ [αὐτός, ὑπεραγαθότης] сама Преблагість 5.6
αυτουπερουσιος αὐτοϋπερούσιος -ον [ὑπέρ, οὐσία] сам надсущний 5.2
αυτοφθορα αὐτοφθορά -ᾶς, ἡ [αὐτός, φθορά] погуба сама по собі 4.20
αυτοφως αὐτόφως саме світло 2.8
αυχην αὐχήν -ένος, ὁ шия 9.5
αφαιρεσις ἀφαίρεσις -εως, ἡ [ἀφαιρέω] відняття 1.5; заперечення; заперечування
αφαιρεω ἀφαιρέω, contr. [ἀπό, αἱρέω] позбавляти 8.3, 8.5; perf. part. mp сторонній 1.5
αφανης ἀφανής -ές /αα/ [φαίνω] невиявний 4.22, сокровенний 6.2; скритий 9.3
αφθαρτος ἄφθαρτος -ον [φθείρω] нетлінний 1.4, 10.3; незнищимий 4.23
αφθεγκτος ἄφθεγκτος -ον [φθέγγομαι] невимовний 1.1, 2.5, 2.10, 6.3, 8.2, 11.1; n. невимовність 2.4
αφθεγξια ἀφθεγξία -ας, ἡ [ἄφθεγκος] невимовність 11.1
αφθονος ἄφθονος -ον [φθονέω] щедрий 8.6, 11.6
αφιεροω ἀφιερόω, contr. [ἀπό, ἱερόω] посвячувати 13.3
αφιημι ἀφίημι [ἀπό, ἵημι] покидати 7.3
αφιστημι ἀφίστημι [ἀπό, ἵστημι] відходити 5.6, 7.3
αφοριζω ἀφορίζω [ἀπό, ὁρίζω] визначати 2.1, 4.4, 8.7, 9.4; означувати 2.10; окреслювати 4.7; відмежовувати 8.1; відособляти 8.1; виділяти 3.2, 4.1; part mp визначуваний 9.4, 13.1
αφοριστικος ἀφοριστικός -ή -όν [ἀφορίζω] який визначає 5.8
αχλυς ἀχλύς -ύος, ἡ тьма 4.5
αχραντος ἄχραντος -ον [χραίνω] незаплямлений 4.22, 7.2, 12.2; пречистий 4.22; ἀχράντως adv. не торкаючись 2.10, 5.8; чисто 9.4
αχρι(ς) ἄχρῐ(ς) [див. μέχρι] зовсім 4.11; аж до 4.20, 9.3
αχωρητος ἀχώρητος -ον [χωρέω] неосяжний 1.1; невмістимий 4.12
αψοφος ἄψοφος -ον [ψόρος] безшумний 4.4
αψυχος ἄψῡχος -ον [ψυχή] бездушний 4.2
βαδιζω βᾰδίζω [βαίνω] прямувати 2.2
βαθος βάθος -εος, contr. -ους, τό [βαθύς] глибина 7.3, 9.5
βαινω βαίνω ходити 4.2
βαρος βάρος -εος, contr. -ους, τό [βαρύς] тягар 4.5; вага 2.9
βασιλεια βασίλεια -ας, ἡ /ᾰῐα/ [βασιλεύς] Цариця 1.7
βασιλεια βᾰσῐλεία -ας, ἡ [βασιλεύς] царство 12.1, 12.2, 12.3
βασιλευς βᾰσῐλεύς -έως, ὁ цар; part. царюючий 1.6, 12.1
βασιλικος βᾰσῐλικός -ή -όν [βασιλεύς] царський 12.4
βεβαιοτης βεβαιότης -ητος, ἡ [βέβαιος] певність 12.2
βεβηλος βέβηλος -ον невтаємничений 4.22
βιαζω βιάζω [βία] твердити 2.1
βιβλος βίβλος -ου, ἡ / βύβλος книга 3.2
βλαστος βλαστός -οῦ, ὁ [βλαστάνω] паросток 2.7
βλασφημεω βλασφημέω, contr. [βλάβη, φήμη] хулити 2.1
βλεπω βλέπω бачити, видіти; звертати погляд 4.28
βουλη βουλή -ῆς, ἡ [βούλομαι] замисел 7.1
βουλησις βούλησις -εως, ἡ [βούλομαι] бажання 4.32, бажаність 4.32, воля 4.35
βουλητος βουλητός -ή -όν [βούλομαι] n. бажане 4.32
βουλομαι βούλομαι [див. βάλλω] хотіти, бажати; зволити 4.18; означати 11.1
βραχιων βραχίων -ονος, ὁ /ᾰῑ/ [βραχύς?] рамено 1.8
βραχυς βρᾰχύς -εῖα -ύ короткий; n. adv. трохи 5.6; βραχέως adv. стисло 2.1
βραχυτης βραχύτης -ητος, ἡ /ᾰῠ/ [βραχύς] обмеженість 4.4
γανυμαι γάνυμαι /ᾰῠ/ [див. γαῦρος, γηθέω] радіти 12.3
γαρ γάρ /ᾰ/ [γε, ἄρα] бо, адже
γαστηρ γαστήρ -στρός, ἡ живіт 9.5
γαυρος γαῦρος -ον n. гордовитість 4.25
γειτνιαω γειτνιάω, contr. [γείτων] бути поблизу 4.30
γελως γέλως -ωτος, ὁ [див. γελάω] насмішка 1.8; глузування 8.6
γενεσιουργος γενεσιουργός -οῦ, ὁ [γένεσις, ἔργον] породжуючий 4.19, 4.20; те, що породжує 4.20
γενεσις γένεσις -εως, ἡ [див. γίγνομαι] народження; буття 4.28; постання 7.2, 9.9; виникнення 5.4, 10.3
γενητικος γενητικός / γεννητικός -ή -όν [γεννητός] створення 4.10
γενναω γεννάω, contr. [γέννα] породжувати; зумовлювати 4.30
γεννητικος γεννητικός -ή -όν [γεννητός] порожуючий 4.28; той, хто породжує 11.1
γενος γένος -εος, contr. -ους, τό [див. γίγνομαι] рід 13.2
γη γης γῆ γῆς, ἡ земля
γιγνομαι γίγνομαι / γίνομαι /ῑ/ ставати, ставатися, бути; відбуватися; виникати, поставати, появлятися; походити 4.23; спричиняти 4.20; part. постаючий 4.7, 5.4; виникаючий 5.4; виникнулий 9.4; виниклий 10.3; part. n. те, що постає 5.4; τὸ γίνεσθαι – те, що стається 4.34
γιγνωσκω γιγνώσκω / γῑνώσκω пізнавати; знати; бути відомим 3.3; perf. part. act. знаючий 7.4; part. mp відомий 11.1
γλιχομαι γλίχομαι /ῐ/ [див. γλίσχρος?] стреміти 3.3
γλυκυς γλῠκύς -εῖα -ύ приємний 10.1
γνοφος γνόφος -ου, ὁ морок 7.2
γνωσις γνῶσις -εως, ἡ [γιγνώσκω] знання, пізнання; відання 4.35, 7.2, 7.4; розуміння 1.5; відомість 4.16
γνωστεον γνωστέον [γιγνώσκω] adj. verb. слід пізнавати 7.3
γνωστης γνώστης -ου, ὁ [γιγνώσκω] Знаючий 1.6, 7.2
γνωστικος γνωστικός -ή -όν [γνώστης] γνωστικῶς adv. осмислено 1.5; усвідомлено 4.4
γονιμος γόνῐμος -η -ον / -ος -ον [γόνος] плодовитий 5.8; народжуючий 9.9
γονιμοτης γονιμότης -ητος, ἡ [γόνιμος] родження 1.4, 13.3; родючість 11.2
γουν γοῦν / γ᾽ οὖν [γε, οὖν] отож 1.6, тож 5.8; тому 1.8, 2.1, 5.5, 8.9; хоча 2.4; адже 6.1; отже 11.1
γραμμα γράμμα -ατος, τό [γράφω] послання 2.11
γραμμη γραμμή -ῆς, ἡ [γράφω] лінія 5.6; позначення 4.11
γραφη γρᾰφή -ῆς, ἡ [γράφω] літера 4.11
γραφω γράφω /ᾰ/ писати
γυμνασια γυμνᾰσία -ας, ἡ [γυμνάζω] вправляння 2.9
δαιμονιος δαιμόνιος -α -ον / -ος -ον [δαίμων] демонський
δαιμων δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [див. δαίομαι] демон
δειδισσομαι δειδίσσομαι/ δεδίσσομαι att. δεδίττομαι [δείδω] лякати 4.12
δεικνυμι δείκνῡμι / δεικνύω появляти 11.2; виявлятися 4.32
δεινος δεινός -ή -όν [див. δείδω] досвідчений 4.13
δεκας δεκάς -άδος ἡ [δέκα] десяток 13.2
δεκατος δέκᾰτος -η -ον n. десятина 13.2
δεκτικος δεκτικός -ή -όν [δέχομαι] той, що піддається 4.23
δενδρον δένδρον -ου, τό дерево
δεσποζω δεσπόζω [δεσπότης] владарювати 8.6
δευρο δεῦρο εἰς δεῦρο – сюди 3.1
δευτερος δεύτερος -α -ον [див. δεύω 2] другий; наступний 4.2, 7.3; нижчий 12.4
δεω δέω потребувати 3.2; мати потребу 13.4; part. mp те, у чому має потребу 4.28; δεῖ – належить, слід; ἔδει imperf. треба було 12.1; годилось 5.3; δέον – належить 4.11, 7.1, 8.7
δη δή же 11.1
δηλαδη δηλᾰδή [δῆλα, δή] звичайно 2.8; безперечно 11.2
δηλονοτι δηλονότι [δῆλον, ὅτι] вочевидь
δηλος δῆλος -η -ον [див. δέατος] n. ясно 4.27
δηλοω δηλόω, contr. [δῆλος] показувати 11.6; являти 4.13; відкривати 12.1; mp означуватися 10.3
δημιουργεω δημιουργέω, contr. [δημιουργός] творити 4.4; створювати 4.30
δημιουργικος δημιουργικός -ή -όν [δημιουργία] творчий 4.30; світотворчий 11.6
δημιουργος δημιουργός -οῦ, ὁ [δήμιος, ἔργον] сотворитель 4.4, 5.4; творець 11.6
δηπου δήπου / δή που adv. звичайно
δια διά /ᾰ/ G. через; з допомогою, за допомогою, за допомоги; завдяки; до 4.20; шляхом 13.3; Acc. через; завдяки; з огляду на; з, із; задля, заради; з причини
διαβαινω διαβαίνω [διά, βαίνω] переходити 4.4; переступати 9.2; проникати 4.11
διαβαλλω διαβάλλω [διά, βάλλω] відкидати 4.11
διαβιβαζω διαβῐβάζω [διά, βιβάζω] доносити 13.4
διαβομβεομαι διαβομβέομαι, contr. [διά, βομβέω] видавати беззмістовні звуки 4.11
διαγιγνωσκω διαγιγνώσκω / διαγινώσκω [διά, γιγνώσκω] perf. part. mp у розумінні 13.3
διαδοσις διάδοσις -εως, ἡ [διαδίδωμι] проникання 4.4; подавання 8.3, 8.8, 12.4
διαδοχη διαδοχή -ῆς, ἡ [διαδέχομαι] наступництво 4.7
διαθρυλεω διαθρῡλέω / διαθρυλλέω [διά, θρυλέω] проказувати 2.1
διαιρεσις διαίρεσις -εως, ἡ [διαιρέω] розрізнення 2.2; роз’єднання 7.4
διαιρετικος διαιρετικός -ή -όν [διαιρετός] те, що розділяє 4.6; який є поділом 6.3
διαιρετος διαιρετός -ή -όν [διαιρέω] роздільний 4.7
διαιρεω διαιρέω, contr. [διά, αἱρέω] розділяти; розрізняти; part. mp розділений
διακενος διάκενος -ον [διά, κενός] примарний 8.6
διακοσμεω διακοσμέω, contr. [διάκοσμος] упорядковувати 8.9
διακοσμησις διακόσμησις -εως, ἡ [διακοσμέω] доброустрій 1.3; устрій 4.16; упорядкованість 8.7; упорядкування 12.3; чин 12.4
διακοσμος διάκοσμος -ου, ὁ [διά, κόσμος] чин 8.4
διακρατεω διακρᾰτέω, contr. [διά, κρατέω] утримувати 4.4, 4.20, 5.6; удержувати 8.2, 8.5; стримувати 11.5; ділитися 5.6
διακρινω διακρίνω /ιῑ/ [διά, κρίνω] ділити 5.6, 5.8, 8.5; розділяти 8.5; розрізняти 2.4, 2.6, 2.11; бути відмінним 8.5; розлучати 5.6; розбирати 3.2, 3.3; part. розрізнювальний 2.3; розрізнюваний 2.2, 2.3; διακεκρῐμένως adv. розрізнювально 2.2
διακρισις διάκρῐσις -εως, ἡ [διακρίνω] розрізнення 2.4, 2.5, 2.7, 2.11, 4.2; розділення 2.11, 4.7, 4.10, 5.7; відмінність 11.3
διακυβερναω διακῠβερνάω, contr. [διά, κυβερνάω] керувати 1.3
διαλαμβανω διαλαμβάνω [διά, λαμβάνω] виокремлювати 2.7
διαλοιδορεω διαλοιδορέω, contr. [διά, λοιδορέω] ганити 8.7
διαμονη διαμονή -ῆς, ἡ [διαμένω] тривання 6.2
διανεμησις διανέμησις -εως, ἡ [διανέμω] надавання 12.2
διανεμω διανέμω [διά, νέμω] роздавати 12.3
διανοια διάνοια -ας, ἡ [διανοέω] мислення 1.1, 1.5, 1.8, 2.9; мізкування 7.1; розмисел 3.2, 13.4; значення 8.6
διανομη διανομή -ῆς, ἡ [διανέμω] роздавання 2.1; розподіл 8.7; установа 5.7
διαπιπτω διαπίπτω [διά, πίπτω] пропадати 8.9
διαπλασσω διαπλάσσω, att. διαπλάττω [διά, πλάσσω] утворюватися 2.9; зображати 1.4; описувати 9.1, 9.5
διαπορθμευσις διαπόρθμευσις -εως, ἡ [διαπορθμεύω] тлумачення 4.11
διαπορθμευω διαπορθμεύω [διά, πορθμεύω] передавати 4.1
διαπραγματευομαι διαπραγματεύομαι [διά, πραγματεύομαι] досліджувати 1.5; розглядати 3.2
διασαφεω διασᾰφέω, contr. [διά, σαφής] прояснювати 4.11
διασαφησις διασάφησις -εως, ἡ [διασαφέω] пояснення 11.6; тлумачення 3.2
διασκεδαννυμι διασκεδάννῡμι / διασκεδάζω [διά, σκεδάννυμι] розсіювати 4.4
διασκευαζω διασκευάζω [διά, σκευάζω] укладати 1.4
διασπειρω διασπείρω [διά, σπείρω] поширювати 6.1
διαστασις διάστᾰσις -εως, ἡ [διίστημι] різність 4.19
διαστημα διάστημα -ατος, τό [διίστημι] простір 9.3
διασωζω διασῴζω [διά, σῴζω] зберігати; берегти 11.2, 11.3, 11.4
διαταξις διάταξις -εως, ἡ [διατάσσω] повеління 3.3; устрій 7.3, 12.3
διαταρασσω διατᾰράσσω, att. διαταράττω [διά, ταράσσω] pass. бути введеним у замішання 8.9
διατασσω διατάσσω, att. διατάττω [διά, τάσσω] виводити 4.16
διατεινω διατείνω [διά, τείνω] простягати 4.1; простягатися 13.1
διαφεροντως διαφερόντως [διαφέρω] adv. особливо 1.4, 4.14; вельми 4.12
διαφευγω διαφεύγω [διά, φεύγω] вислизати 4.4; уникати 7.2
διαφοιταω διαφοιτάω, contr. [διά, φοιτάω] поширюватися 4.1, 9.10
διαφορα διαφορά -ᾶς, ἡ [διαφέρω] відмінність 8.9; різноманітність 12.4
διαφορος διάφορος -ον [διαφέρω] різний
διαφοροτης διαφορότης -ητος, ἡ [διάφορος] різність 2.6
διαφυλασσω διαφῠλάσσω, att. διαφυλάττω [διά, φυλάσσω] оберігати 8.5; берегти 9.8
διδασκαλια διδασκαλία -ας, ἡ [διδάσκαλος] викладання 3.2
διδασκαλος δῐδάσκᾰλος -ου, ὁ, ἡ [διδάσκω] учитель 3.2, 3.3
διδωμι δίδωμι / διδόω, contr. давати; допускати 4.19, 4.21
διειδης διειδής -ές [διείδομαι] прозорий 4.22
διεκπιπτω διεκπίπτω [διά, ἐκπίπτω] відпадати 10.1
διεξοδικος διεξοδικός -ή -όν [διέξοδος] докладний 7.2; διεξοδικῶς adv. обширно 2.1; дискурсивно 4.9; у спосіб дискурсивний 7.2
διερχομαι διέρχομαι [διά, ἔρχομαι] проникати 1.2; проходити 3.2
διευκρινεω διευκρῐνέω, contr. [διά, εὐκρίνω] розбирати 3.2
διηκω διήκω [διά, ἥκω] простиратися 4.4; поширюватися 11.2
διικνεομαι διικνέομαι, contr. [διά, ἱκνέομαι] проходити 7.4, 9.3
διιστημι διίστημι [διά, ἵστημι] різнитися 4.19; розходитися 5.6
δικαιος δίκαιος -α -ον /ι/ [δίκη] справедливий
δικαιοσυνη δικαιοσύνη -ης, ἡ /ῐῠ/ [δίκαιος] справедливість; Правда 1.6
δικαιωτηριον δικαιωτήριον -ου, τό [δικαιόω] суд 4.35
δικη δίκη -ης, ἡ /ῐ/ δίκην adv. подібно до 4.7
διο διό = δι᾽ὅ тому; тому-то; саме тому 11.1; ось чому 4.4, 10.3; тож 5.4, 7.3
διοικεω διοικέω, contr. [διά, οἰκέω] pass. бути підвладним 10.1
διολου διόλου = δι᾽ ὅλου у всьому 9.6
διοριζω διορίζω [διά, ὁρίζω] окреслювати 2.1
διοτι διότι = δι᾽ὅτι тому що 4.32, 5.10
διπλασιασμος διπλασιασμός -οῦ, ὁ [διπλασιάζω] подвоєння 12.1
διπλοη διπλόη fem. sing. διπλόος ‖ subst. διπλόη -ης, ἡ роздвоєння 5.9
δις δίς /ῐ/ двічі 3.2
δοκεω δοκέω, contr. [див. δέχομαι] здаватися, видаватися; здаватися слушним 3.2; вважати 4.19, гадати 3.1; εἰ δοκεῖ – як здається [слушно] 3.1; якщо завгодно 7.1, 13.1; κατὰ τὸ δοκοῦν – в уяві 8.6
δοξα δόξα -ης, ἡ [δοκέω] думка 1.5, 7.3; уява 9.5
δοξαζω δοξάζω [δόξα] припускати 10.3
δοξασμα δόξασμα -ατος, τό [δοξάζω] гадка 4.6
δοσις δόσις -εως, ἡ [δίδωμι] даяння 9.10
δοτος δοτός -ή -όν [δίδωμι] даний 7.1
δρασσομαι δράσσομαι, att. δράττομαι хапати 3.1
δραστηριος δραστήριος -ον [δρηστήρ] діючий 4.32
δραω δράω, contr. /ā/ діяти 4.30; заподіювати 3.1; здійснювати 2.6, 11.4
δροσος δρόσος -ου, ἡ роса
δυας δυάς -άδος, ἡ /α/ [δύο] двійця 4.21; пара 13.2
δυναμαι δύναμαι /ῠᾰ/ [див. δύναμις] могти; бути у силі 3.3; бути у змозі 4.1, 4.11; бути спроможним 4.4, 4.20, 4.28, 4.32; мати силу 4.30, 4.35, 8.6; мати можливість 4.28
δυναμις δύναμις -εως, ἡ /ῠα/ сила; спроможність, спромога 2.8; можливість 13.2; здатність 7.1, 7.2; властивість 8.5, 9.5, 9.6; значення 4.11, 4.12, 4.16; влада 3.2; κατὰ δύναμιν – наскільки можливо 2.11, 7.3, 9.6; в міру сил 1.8, 2.4, 4.35, 11.5; по змозі 2.2; внаслідок сили 4.34; можливий 5.4; О.в. 4.13,8.2; за силою 8.6; ὅση δύναμις – наскільки під силу 4.2
δυναμοποιος δυναμοποιός [δύναμις, ποιέω] силотворчий 8.2
δυναμοω δῠνᾰμόω, contr. [δύναμις] укріплювати 2.2; наділяти силою 4.20; надавати сили 8.2; давати силу 8.5
δυναμωνυμια δυναμωνυμία -ας, ἡ [δύναμις, ὄνομα] ймення Сила 8.1
δυναστεια δῠναστεία -ας, ἡ [δυναστεύω] володарювання 8.6
δυναστης δῠνάστης -ου, ὁ [δύναμαι] Сильний 1.6; володар 8.6
δυνατος δῠνᾰτός -ή -όν [δύναμαι] можливий 1.5; n. можливо 3.3, 13.3; сильність 8.2; κατὰ τὸ δυνατόν – по змозі 2.11; ὡς δυνατόν – наскільки можливо 8.8, 11.1
δυοειδης δυοειδής -ές [δύο, εἶδος] двоїстий 4.21
δυσχερεια δυσχέρεια -ας, ἡ [δυσχερής] трудність 4.12; неспокій 4.21
δυσχερης δυσχερής -ές [δυσ-, χείρ? або δυσ-, χαίρω?] трудний 4.12
δωματιον δωμάτιον -ου, τό /ᾰ/ [δῶμα] кімната 2.4
δωρεα δωρεά -ᾶς, ἡ [див. δῶρον] дар
δωρεω δωρέω, contr. [δῶρον] дарувати
δωρον δῶρον -ου, τό [δίδωμι] дар 2.1, 3.1, 11.5
εαυτου ἑαυτοῦ -ῆς -οῦ [ἑ, αὐτός] себе, себе самого; αὐτὸς καθ᾽ αὑτον – сам по собі 4.4, 9.4; (сам) як такий 5.5; καθ᾽ ἑαυτό/αὑτό – сам по собі 4.7, 4.28, 9.4; ἐφ᾽ ἑαυτοῦ – сам по собі 4.28; καθἑαυτὸ ὑφἑαυτοῦ – сам собою 13.1
εαω ἐάω, contr. залишати 8.8; полишати 8.8, 10.1; дозволяти 4.10, 4.13, 11.1; допускати 8.9
εγγιγνομαι ἐγγίγνομαι [ἐν, γίγνομαι] бути 2.4; виникати 4.20; замешкати 4.5
εγγυμναζω ἐγγυμνάζω [ἐν, γυμνάζω] mp вправлятися 8.8
εγερτικος ἐγερτικός -ή -όν [ἐγείρω] спонукуваний 4.13
εγκαλυπτω ἐγκᾰλύπτω [ἐν, καλύπτω] ховати 4.2
εγκελευω ἐγκελεύω [ἐν, κελεύω] спонукати 3.2; веліти 3.3
εγκοσμιος ἐγκόσμιος -ον [ἐν, κόσμος] сущий у світі 1.6; сьогосвітній 4.6, 4.16
εγχειρεω ἐγχειρέω, contr. [ἐν, χείρ] торкатися 3.2; наважуватися 3.3; взятися 2.1
εγχειριζω ἐγχειρίζω [ἐν, χείρ] вручати 3.1
εγχοω ἐγχόω, contr. [ἐν, χόω] засипати 4.2
εγχρονος ἔγχρονος -ον [ἐν, χρόνος] тимчасовий 8.7, 10.3
εγχωρεω ἐγχωρέω, contr. [ἐν, χωρέω] дозволяти 3.3
εδει ἔδει imperf. ind. act. 3 pers. sing. від δεῖ impers. [δέω] годилось 5.3
εδρα ἕδρα -ας, ἡ [див. ἕζομαι] сидіння 9.8; поміщення 10.1
εθελουσιος ἐθελούσιος -ον [ἐθέλω] добровільний 10.1
εθελω ἐθέλω / θέλω хотіти; прагнути 4.11
ει εἰ якщо; εἰ μή – хіба лиш 3.3, 4.19; εἰ καί – хоч і 10.3; εἰ μὴ ἄρα – якщо тільки не 13.4
ει περ εἴ περ / εἴπερ якщо тільки; якби справді
ειδεαρχης εἰδεάρχης -ου, ὁ [εἶδος, ἄρχω] джерело змісту 2.10
ειδησις εἴδησις -εως, ἡ [див. οἶδα] знання 7.2
ειδικος εἰδικός -ή -όν [εἶδος] формуючий 4.10
ειδον εἶδον aor.2. ind. a., див. *εἴδω побачити 2.4
ειδοποιεω εἰδοποιέω, contr. [εἶδος, ποιέω] надавати ідею [існування] 4.3
ειδοποιια εἰδοποιία -ας, ἡ [εἰδοποιός] набуття ідеї [існування] 4.3
ειδοποιος εἰδοποιός -όν [εἶδος, ποιέω] той, що надає змісту 2.10; той, що надає ідею [існування] 4.18, 4.35
ειδος εἶδος -εος, contr. -ους, τό вид 8.9, 11.2, 13.2, 13.3; вигляд 4.27, 4.28; ідея 9.6; зміст 2.10, 4.10
ειδωλον εἴδωλον -ου, τό [див. εἶδος] видимість 4.12; подоба 11.5
ειεν εἶεν [εἰμί] pr. opt. act. 3 pers. pl. гаразд 4.1
εικαιολογεω εἰκαιολογέω, contr. [εἰκαιολόγος] даремно говорити 3.2
εικαιος εἰκαῖος -α -ον [εἰκῇ] нерозважливий 4.33
εικος εἰκός -ότος, τό [ἔοικα] ὡς εἰκὸς – звичайно 7.4; як і годиться 7.4
εικοτως εἰκότως [ἔοικα] adv. слушно 5.5
εικων εἰκών -όνος, ἡ [див. ἔοικα] образ 4.4, 7.3; зображення 9.6; відображення 2.8, 4.1, 5.7
ειλικρινης εἰλικρῐνής -ές [εἵλη o εἴλω, κρίνω] справдешній 12.3
ειμι εἰμί бути, існувати; перебувати 4.4; τῷ ὄντι – насправді 3.1, 4.32; воістину 3.2
ειναι εἶναι [εἰμί] буття; існування 4.1; τὸ εἶναι – бути 6.2
ειπον εἶπον [див. ἔπος] сказати, казати, говорити, висловити, розповідати; називати; ὡς εἰπεῖν – можна сказати 1.4
ειρηναιος εἰρηναῖος -α -ον [εἰρήνη] мирний 11.1
ειρηναρχια εἰρηναρχία -ας, ἡ [εἰρήνη, ἄρχω] Мироначало 11.1
ειρηνευω εἰρηνεύω [εἰρήνη] бути в мирі 11.3, 11.4; знайти мир 11.5
ειρηνικος εἰρηνικός -ή -όν [εἰρήνη] мирний
ειρηνοδωρος εἰρηνόδωρος -ον [εἰρήνη, δῶρον] Податель миру 4.21; миродарувальний 11.3
ειρηνοχυτος εἰρηνοχύτος -ον [εἰρήνη, χέω] миропроливаючий 11.5
ειρω εἴρω казати
εις εἰς / ἐς procl. Acc. до, в, на; щодо
εις μια εν εἷς μία ἕν один, єдиний; одність 5.10, 7.2
εισαγω εἰσάγω /ᾰ/ [εἰς, ἄγω] уводити 2.2; представляти 1.6
εισδεχομαι εἰσδέχομαι [εἰς, δέχομαι] приймати 4.22; схоплювати 4.11
εισδυω εἰσδύω / εἰσδύνω [εἰς, δύω] проникати 8.2
εισειμι εἴσειμι [εἰς, εἶμι] входити 4.9, 11.1
εισηγεομαι εἰσηγέομαι, contr. [εἰς, ἡγέομαι] уводити 3.3
εισοδος εἴσοδος -ου, ἡ [εἰς, ὁδός] вхід 4.9
εισω εἴσω / ἔσω [εἰς] adv. / praep. усередині 1.4, 11.1
ειτα εἶτα [εἰ, -τα] adv. потім 4.9; відтак 4.23, 11.6
εκ / εξ ἐκ / ἐξ G. з, із, від; з огляду; О.в.; через; після; внаслідок 4.20, 4.34; за допомоги 4.28
εκαστος ἕκαστος -η -ον [ἑκάς, τις] кожен; αὐτὸς ἕκαστος – кожен зокрема 8.9; καθ᾽ ἕκαστον – кожен зокрема; зокрема 7.1
εκατερος ἑκάτερος -α -ον /ᾰ/ [ἕκαστος] один і другий
εκβαινω ἐκβαίνω [ἐκ, βαίνω] перевершувати 1.4; виходити за межі 9.3
εκβαλλω ἐκβάλλω [ἐκ, βάλλω] позбавляти 4.19
εκβασις ἔκβᾰσις -εως, ἡ [ἐκβαίνω] вихід 5.8; відхід 4.23
εκβλυζω ἐκβλύζω [ἐκ, βλύζω] щедро струмувати 4.2, 4.14
εκγονος ἔκγονος -ον [ἐκγίγνομαι] нащадок 4.21; який походить 4.19; творіння 4.30
εκδημεω ἐκδημέω, contr. [ἔκδημος] бути захопленим 3.2
εκδιδωμι ἐκδίδωμι /ῐι/ [ἐκ, δίδωμι] видавати 4.33, 11.6; передавати 3.1; виходити 4.12
εκει ἐκεῖ там; тамтешній 4.16
εκειθεν ἐκεῖθεν [ἐκεῖ] звідтам 4.2; звідтіля 4.1, 7.3
εκεινος ἐκεῖνος -η -ο [ἐκεῖ, ἔνος] той; він
εκθεοω ἐκθεόω, contr. [ἐκ, θεόω] part. pass. обожуваний 1.5, 8.5
εκθεωσις ἐκθέωσις -εως, ἡ [ἐκθεόω] обоження 9.5, 12.3
εκθεωτικος ἐκθεωτικός -ή -όν [ἐκθεόω] обожуючий 2.7
εκκριτος ἔκκρῐτος -ον [ἐκκρίνω] винятковий 2.6
εκλαμβανω ἐκλαμβάνω [ἐκ, λαμβάνω] розуміти 2.11, 8.1, 8.9
εκλειπω ἐκλείπω [ἐκ, λείπω] припинятися 6.1; perf. part. загиблий 6.1
εκληπτεον ἐκληπτέον [ἐκλαμβάνω] adj. verb. n. слід відносити 2.1; слід розуміти 9.3
εκμαγειον ἐκμᾰγεῖον -ου, τό [ἐκμάσσω] відтиск 2.6
εκμαθησις ἐκμάθησις -εως, ἡ [ἐκμανθάνω] вивчення 3.2
εκπιτνω ἐκπίτνω = ἐκπίπτω [ἐκ, πίπτω] відпадати 8.6, 8.8
εκπτωσις ἔκπτωσις -εως, ἡ [ἐκπίπτω] відпадіння 4.12, 7.2, 8.6, 11.5
εκστατικος ἐκστᾰτικός -ή -όν [ἐξίστημι] спрямований назовні 4.13
εκταρασσω ἐκταράσσω, att. ἐκταράττω [ἐκ, ταράσσω] занепокоїти 11.5
εκτεινω ἐκτείνω [ἐκ, τείνω] натягати 3.1; простягатися 4.20, простиратися 5.1; плазувати 4.2
εκτελεω ἐκτελέω, contr. [ἐκ, τέλος] звершувати 2.8; реалізувати 4.26
εκτιθημι ἐκτίθημι [ἐκ, τίθημι] викладати 1.5, 2.7, 3.2
εκτικος ἑκτικός -ή -όν [ἕξις] мати [властивості] 1.5
εκτος ἐκτός [ἐκ] поза
εκτρυχω ἐκτρύχω = ἐκτρῡχόω, contr. [ἐκ, τρυχόω] part. на погубу 8.8
εκτυπωμα ἐκτύπωμα -ατος, τό [ἐκτυπόω] відбиток 2.5
εκφαινω ἐκφαίνω [ἐκ, φαίνω] об’являть 1.1, 1.2, 2.7, 4.4, 5.2; виявляти 2.1, 4.2; вияснювати 3.3, 5.1; розкривати 5.1
εκφανης ἐκφᾰνής -ές [ἐκφαίνω] осяйний 2.9
εκφανσις ἔκφανσις -εως, ἡ [ἐκφαίνω] об’явлення 1.4, 4.14; проявляння 2.4; проголошення 3.2; пояснення 3.2
εκφαντικος ἐκφαντικός -ή -όν [ἐκφαίνω] ясний 4.11; який розкриває 5.2
εκφαντορια ἐκφαντορία -ας, ἡ [ἐκφαίνω] об’явлення 2.2; одкровення 4.12
εκφαντορικος ἐκφαντορικός -ή -όν [ἐκφαίνω] об’являючий 3.1; являючий 3.1; розкриваючий 5.2; ἐκφαντορικῶς adv. ясно 1.4
εκφορος ἔκφορος -ον [ἐκφέρω] розголошений 1.8
εκφραζω ἐκφράζω [ἐκ, φράζω] пояснювати 5.2
εκφρασις ἔκφρασις -εως, ἡ [ἐκφράζω] викладання 13.4
εκφυω ἐκφύω [ἐκ, φύω] породжувати 5.8; походити 12.3
εκων ἑκών -οῦσα -όν добровільно 11.3
ελασσοω ἐλασσόω, att. ἐλαττόω, contr. [ἐλάσσων] меншати 9.2
ελασσων ἐλάσσων, att. ἐλάττων -ον [ἐλαχύς] [compar. від ἐλαχύς] менший 4.19
ελαυνω ἐλαύνω / ἐλάω, contr. відганяти 4.5
ελαχιστος ἐλάχιστος -η -ον, [див. ἐλάσσων] [superl. від ἐλαχύς] найменший; ἐν ἐλαχίστοις – хоч коротко 2.9
ελευθερος ἐλεύθερος -α -ον вільний 12.2
ελευθεροω ἐλευθερόω, contr. [ἐλεύθερος] perf. part. mp вільний 7.4
ελικοειδης ἑλικοειδής -ές [ἕλιξ, εἶδος] спіралеподібний 9.9; ἑλικοειδῶς adv. по спіралі 4.8, 4.9
ελλαμπω ἐλλάμπω [ἐν, λάμπω] сяяти 1.3; mp просвітлюватися 4.9; просвітлений 4.1; aor. part. pass. просвічений 1.5
ελλαμψις ἔλλαμψις -εως, ἡ [ἐλλάμπω] осяяння 1.2, 4.8; просвітлення 1.3, 4.2
ελλειπης ἐλλειπής -ές / ἐλλῐπής -ές [ἐλλείπω] недостатній 4.23
ελλειπω ἐλλείπω [ἐν, λείπω] бракувати 2.6
ελλειψις ἔλλειψις -εως, ἡ [ἐλλείπω] нестача, недостача; брак
εμβαινω ἐμβαίνω [ἐν, βαίνω] вступати 3.1
εμμελης ἐμμελής -ές [ἐν, μέλος] ἐμμελῶς adv. старанно 3.2
εμπαιγμος ἐμπαιγμός -οῦ, ὁ [ἐμπαίζω] глузування 1.8
εμπαλι(ν) ἔμπᾰλῐ(ν) [ἐν, πάλιν] навпаки 3.1
εμπιμπλημι ἐμπίμπλημι ἐμπίπλημι / ἐμπιμπλάω [ἐν, πίμπλημι] наповнювати 4.5, 4.6
εμπροσθε(ν) ἔμπροσθε(ν) [ἐν, πρόσθεν] попередній 4.35
εμφαινω ἐμφαίνω [ἐν, φαίνω] об’являти 2.11; зображати 9.1
εμφανης ἐμφᾰνής -ές [ἐμφαίνω] явний 4.4; зримий 4.4; видимий 4.4; привідкритий 9.1
εμφερεια ἐμφέρεια -ας, ἡ [ἐμφερής] подібність 2.8
εμφερης ἐμφερής -ές [ἐμφέρω] подібний 2.7
εμφυλιος ἐμφύλιος -ον /ῡ/ [ἐν, φῦλον] міжусобний 11.1
εμφυτος ἔμφῠτος -ον [ἐμφύω] природжений 4.4
εν ἕν [εἷς] n. єдине, Єдине 1.1, 1.5, 2.5, 2.11, 7.2, 11.2, 13.1, 13.2, 13.3; одність 2.11, 5.10, 7.2; однина 4.10, 12.3; єдиний 4.12
εναγης ἐνᾰγής -ές [ἐν, ἄγος] відлучений 4.22
εναντιον ἐναντίον протиріччя 11.6
εναντιοομαι ἐναντιόομαι, contr. [ἐναντίος] противитися 4.19, 4.20
εναντιος ἐναντίος -α -ον [ἐν, ἀντίος] протилежний; супротивний; n. навпаки 4.35; всупереч 6.2; протиріччя 11.6; n. pl. протилежності 9.4
εναπομενω ἐναπομένω [ἐν, ἀπομένω] part. тривкий 2.6
εναργης ἐναργής -ές [ἐν, ἀργός] явний 8.7
εναρετος ἐνάρετος -ον /ᾰ/ [ἐν, ἀρετή] чеснотливий 4.19
εναριθμος ἐνάριθμος -ον [ἐν, ἀριθμός] який числиться 13.3
εναρμοζω ἐναρμόζω, att. / ἐναρμόττω [ἐν, ἁρμόζω] гармонійно поєднуватися 11.2
εναρμονιος ἐναρμόνιος -ον [ἐν, ἁρμονία] у згоді 4.21; ἐναρμονίως adv. відповідно 1.2; слушно 1.7
εναρχια ἑναρχία -ας, ἡ [εἷς, ἀρχή] принцип одності 2.4
εναρχικος ἑναρχικός -ον [ἑναρχία] єдиноначальний 2.4, 2.5, 4.4
ενας ἑνάς -άδος, ἡ [εἷς] одність 1.1, 1.4, 1.5, 2.1, 8.5
εναστραπτω ἐναστράπτω [ἐν, ἀστράπτω] випромінювати 4.7
ενδεης ἐνδεής -ές [ἐνδέω] недостатній 2.10, 8.9
ενδεια ἔνδεια -ας, ἡ [ἐνδεής] нестача 4.23
ενδεικνυμι ἐνδείκνῡμι / ἐνδεικνύω [ἐν, δείκνυμι] виявляти 4.14
ενδεχομαι ἐνδέχομαι [ἐν, δέχομαι] приймати 2.8; part. дозволений 3.3; наскільки можливо 6.2; κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον – наскільки можливо 9.7
ενδιδωμι ἐνδίδωμι / ἐνδιδόω, contr. [ἐν, δίδωμι] подавати 1.2, 4.5; відкривати 1.1
ενδικος ἔνδῐκος -ον [ἐν, δίκη] ἐνδίκως adv. слушно 13.3
ενδοθεν ἔνδοθεν [ἔνδον] зсередини
ενδον ἔνδον adv. et praep. усередині 11.1
ενδυναμος ἐνδύναμος -ον /ῠα/ [ἐν, δύναμις] в силі 4.32
ενειλλω ἐνείλλω / ἐνίλλω [ἐν, ἴλλω] оповивати 7.1
ενειμι ἔνειμι [ἐν, εἰμί] бути наявним 2.4; бути 8.7
ενεκα ἕνεκα / ἕνεκε(ν) задля; заради 4.7; через 1.5
ενεργεια ἐνέργεια -ας, ἡ [ἐνεργής] діяльність 1.1, 1.4, 1.5, 2.7, 2.8, 4.23, 4.24, 4.25; дієвість 4.1, 4.10, 4.23, 4.32, 9.5; ділання 4.11, 4.35; діяння 9.9, 13.1; дія 4.30, 7.2; чинити (чинення) 4.23; операція 4.9
ενεργεω ἐνεργέω, contr. [ἐνεργής] діяти 9.3, 9.8; ділати 11.5
ενθα ἔνθᾰ там 4.12
ενθαδε ἐνθάδε /ᾰ/ [ἔνθα, δε] adv. тут 6.1, 10.3
ενθεαστικος ἐνθεαστικός, -ή -όν богонатхненний 3.2; ἐνθεαστικῶς adv. богонатхненно 2.11
ενθεος ἔνθεος -ον [ἐν, θεός] богонатхненний 1.4, 4.13, 4.21; обожений 11.6; ἐνθέως adv. богонатхненно 4.14
ενιαιος ἑνιαῖος -α -ον [εἷς] поодинокий 2.11, 3.2; одиничний 13.3; єдиний 4.21, 7.4; воєдинений 7.2; унікальний 9.5; n. єдиність 4.12; ἑνιαίως adv. єдино 7.2; в єдності 5.8, 9.10, 13.2, 13.3; воєдино 4.9; поодиноко 5.6; одразу 4.9
ενιαυτος ἐνιαυτός -οῦ, ὁ рік
ενιδρυω ἐνιδρύω [ἐν, ἱδρύω] усталювати 1.8; уставляти 4.7; утверджувати 4.12, 7.4, 8.8; укріплювати 5.8; поміщати 10.1
ενιζω ἑνίζω [εἷς] mp бути з’єднуваним 1.4; part. mp той, що стремить до одності 1.3
ενικος ἑνικός -ή -όν [εἷς] один лиш 4.9; єдиний 7.2, 9.4; n. однина 13.2; ἑνικῶς adv. в єдиності 2.11; єдино 4.7, 13.3; осібно 5.9; воєдино 13.3
ενιος ἔνιος -α -ον [див. εἷς] pl. деякі 4.4
εννοεω ἐννοέω, contr. [ἐν, νοέω] мислити 1.1, 1.2; помислити 1.4; збагнути 1.5, 2.7, 2.11, 7.1, 8.6, 11.1; розуміти 4.15; οὔτε εἰπεῖν οὔτε ἐννοῆσαι δυνατόν – неможливо ані висловити, ані збагнути 1.5, 2.7
εννοια ἔννοια -ας, ἡ [ἔννοος] розуміння 2.1; думка 9.3
ενοειδης ἑνοειδής -ές [εἷς, εἶδος] зосереджений на одному 4.9; n. єдиноподібний 4.12; ἑνοειδῶς adv. воєдино 4.7, 5.6, 6.3, 13.3; по одному 5.6; воднораз 7.2
ενοποιος ἑνοποιός -όν [ἐνοποιέω] робити одним 1.1; єднальний 1.4, 4.4, 4.12, 11.2
ενοτης ἑνότης -ητος, ἡ [εἷς] одність 1.1, 1.3, 1.4, 2.4, 11.1, 13.2, 13.3; однодушність 4.19; єдність 11.2, 12.4
ενοχλεω ἐνοχλέω, contr. [ἐν, ὀχλέω] непокоїти 4.21; пригнічувати 11.5
ενοω ἑνόω, contr. [εἷς] єднати 2.6, 3.1, 4.7, 11.1, 11.2, 11.3; з’єднувати 1.5, 2.4, 5.6, 5.8, 11.2; об’єднувати 11.2; поєднувати 5.6; злучати, лучити 4.8, 4.9, 7.3, 7.4; зводитися до одиниці 5.6; mp бути єдиним 2.6; perf. mp бути в єдності 11.3; творити єдність 13.3; pass. бути прилученим 2.7; ἑνωθῇ aor. pass. став з’єднаним 7.3; ἡνωμένος part. pass. єднальний 2.3, 2.5, 2.11; єдиний 1.4, 2.2, 2.4, 2.11; з’єднаний 2.4, 4.7, 5.5, 5.6, 13.2; об’єднаний 4.8, 8.5, 11.2, 13.3; зведений до єдиного 4.9; злучений 4.9; ἡνωμέναι – [риси] єдиності 2.5; ἡνωμένως adv. воднораз 1.7; з’єднано 2.1, 5.7; єднально 2.2; у єдності 2.11
εντρεφω ἐντρέφω [ἐν, τρέφω] виховувати 2.1, 8.1
ενυλος ἔνῡλος -ον [ἐν, ὕλη] матеріальний 2.4
ενυπαρχω ἐνυπάρχω [ἐν, ὑπάρχω] бути знаним 1.5
ενωσις ἕνωσις -εως, ἡ [ἑνόω] єднання, єдиність, єдність; з’єднання 5.6, 11.2; саме з’єднання 4.7; об’єднання 1.5, 4.2
ενωτικος ἑνωτικός -ή -όν [ἑνόω] єднальний 4.15, 4.17; той, хто єднає 4.6, 7.4, 11.1; єднання (Р.в.) 11.2; об’єднуючий 4.6
εξαγγελλω ἐξαγγέλλω [ἐξ, ἀγγέλλω] звіщати 4.22
εξαγγελτικος ἐξαγγελτικός -ή -όν [ἐξαγγέλλω] оповісник 4.2
εξαγω ἐξάγω /ᾰ/ [ἐξ, ἄγω] виражати 13.3
εξαιρετος ἐξαίρετος -ον [ἐξαιρέω] надзвичайний 2.6
εξαιρεω ἐξαιρέω, contr. [ἐξ, αἱρέω] бути відмежованим; бути окремим; mp оберігати 1.8; ἐξῃρημένος, –ηον – позамежний; поза межами; ἐξῄρηται – бути окремо 4.20; бути поза межами 5.10; бути позамежним 8.1, 13.3; ἐξῃρημένως adv. позамежно 1.7, 5.8, 9.10; виключно 4.1; винятково досконалий 4.1
εξαλλασσω ἐξαλλάσσω / ἐξαλλάττω [ἐξ, ἀλλάσσω] змінювати 5.8
εξαπλοω ἐξαπλόω, contr. [ἐξ, ἁπλόω] розпросторювати 4.4
εξαπτω ἐξάπτω [ἐξ, ἅπτω] залежати 4.28
εξαρταω ἐξαρτάω, contr. [ἐξ, ἀρτάω] бути в залежності 1.7; залежати 4.20
εξασθενεω ἐξασθενέω, contr. [ἐξ, ἀσθενέω] part. ослаблий 4.35
εξειμι ἔξειμι [ἐξ, εἶμι] можна 4.11; ἔξεστι – можливо 4.35; відійти 11.1
εξειπον ἐξεῖπον [ἐξ, εἶπον] висловлювати 3.3
εξεταζω ἐξετάζω [ἐξ, ἐτάζω] досліджувати 2.1
εξευρισκω ἐξευρίσκω [ἐξ, εὑρίσκω] відкривати 13.4
εξης ἑξῆς [див. ἔχω] по порядку 2.11, 3.2, 4.16, 4.17
εξις ἕξις -εως, ἡ [ἔχω] властивість; посідання; стан 4.2, 4.20
εξισταω ἐξιστάω, contr. = ἐξίστημι [ἐξ, ἵστημι]
εξιστημι ἐξίστημι [ἐξ, ἵστημι] виводити 13.3; виходити 3.2, 4.13, 7.1; відходити 7.4; бути не при собі 7.4; втрачати 11.2
εξολισθαινω ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω [ἐξ, ὀλισθαίνω] зісковзнути 4.12
εξοριζω ἐξορίζω [ἐξ, ὁρίζω] проганяти 8.9; усувати 8.9, 12.3
εξυμνεω ἐξυμνέω, contr. [ἐξ, ὑμνέω] оспівувати 5.2
εξω ἔξω [ἐξ] ззовні, назовні, поза
εξωθε(ν) ἔξωθε(ν) [ἔξω] ззовні 4.9, 4.11; зовнішній 4.9; поза 9.2
επαγγελλω ἐπαγγέλλω [ἐπί, ἀγγέλλω] обіцяти 5.2, 6.2
επαινετος ἐπαινετός -ή -όν [ἐπαινέω] гідний похвали 4.35
επαιρω ἐπαίρω [ἐπί, αἴρω] піднімати 10.3
επακουω ἐπᾰκούω [ἐπί, ἀκούω] учувати 3.2
επαμυνω ἐπαμύνω /ᾰῡ/ [ἐπί, ἀμύνω] подавати допомогу 13.4
επανορθοω ἐπανορθόω, contr. [ἐπί, ἀνορθόω] виправляти 13.4
επαρκεω ἐπαρκέω, contr. [ἐπί, ἀρκέω] допомагати 10.1
επαφη ἐπᾰφή -ῆς, ἡ [ἐπί, ἁφή] дотик 1.5, 2.5, 7.3; контакт 4.10
επει ἐπεί [ἐπί, εἰ] бо 1.5, 3.2; оскільки 5.8; тож 8.9
επειδη ἐπειδή / ἐπεὶ δή [ἐπεί] після того як; оскільки; отож 4.16
επειπερ ἐπείπερ / ἐπεί περ див. ἐπεί адже 4.20, 5.9, 10.2, 13.3
επεισαγω ἐπεισάγω [ἐπί, εἰσάγω] застосовувати 2.3
επειτα ἔπειτα [ἐπί, εἶτα] adv. опісля; тоді; а все ж таки; а отже; відтак
επεκεινα ἐπέκεινα [ἐπί, ἐκεῖνα] поза межами; поза 2.4; позамежний 4.16
επεραστος ἐπέραστος -ον [ἐπί, ἐραστός] любий 10.1
επι ἐπί G. на, у, до; про, стосовно, щодо; у відповідності до 8.7; від 11.4; ἐφἡμῶν – на нашу [думку] 4.12 D. щодо; стосовно; для; крім 7.3; при 7.4 Acc. на, до, у, в; стосовно; що стосується; відповідно до; через
επιβαινω ἐπιβαίνω [ἐπί, βαίνω] досягати 11.1
επιβαλλω ἐπιβάλλω [ἐπί, βάλλω] накладати 10.1; линути 1.2, 1.4, 4.11; стреміти 2.7; звертатися 7.2; part. належний 8.7
επιβατευω ἐπιβᾰτεύω [ἐπιβάτης] пронизувати 2.10
επιβολη ἐπιβολή -ῆς, ἡ [ἐπιβάλλω] струмінь 1.4; устремління 1.5, 4.11
επιδεχομαι ἐπιδέχομαι [ἐπί, δέχομαι] приймати 4.33; дозволяти 8.9
επιδηλος ἐπίδηλος -ον [ἐπί, δῆλος] ясний 4.11
επιδιδωμι ἐπιδίδωμι [ἐπί, δίδωμι] передавати 2.6; давати 9.5, 12.3
επιδοσις ἐπίδοσις -εως, ἡ [ἐπιδίδωμι] дарування 13.1
επιθολοω ἐπιθολόω, contr. [ἐπί, θολόω] спотворювати 11.2
επιθυμεω ἐπιθῡμέω, contr. [ἐπί, θυμός] жадати 4.20
επιθυμια ἐπιθῡμία -ας, ἡ [ἐπί, θυμός] пожадливість 4.20, 9.5; пожадання 4.23, 4.25
επικαιρος ἐπίκαιρος -ον [ἐπί, καιρός] короткочасний 8.7
επικαλεω ἐπικᾰλέω, contr. [ἐπί, καλέω] прикликати 3.1
επικλησις ἐπίκλησις -εως, ἡ [ἐπικαλέω] взивання 3.1
επικρατεω ἐπικρᾰτέω, contr. [ἐπί, κρατέω] мати перевагу 2.11, 4.16
επιλαμπω ἐπιλάμπω [ἐπί, λάμπω] сяяти 1.2, 9.4; починати просвічувати 4.5; світити 5.8; осявати 5.8
επιλανθανω ἐπιλανθάνω / ἐπιλήθω [ἐπί, λανθάνω] пам’ять зраджує 3.2
επιμιμνησκομαι ἐπιμιμνῄσκομαι [ἐπί, μιμνῄσκω] згадувати 4.14
επινοεω ἐπινοέω, contr. [ἐπί, νοέω] задумувати 5.5; уявляти 8.1
επινοια ἐπίνοια -ας, ἡ [ἐπινοέω] думка 5.8; поняття 5.8
επιπιπτω ἐπιπίπτω [ἐπί, πίπτω] спадати 4.12
επιπλησσω ἐπιπλήσσω, att. ἐπιπλήττω [ἐπί, πλήσσω] дорікати 1.6
επιπνοια ἐπίπνοια -ας, ἡ [ἐπιπνέω] натхнення 2.9, 11.5
επιρραπιζω ἐπιρρᾰπίζω [ἐπί, ῥαπίζω] розбивати 4.35
επιρροη ἐπιρροή -ῆς, ἡ [ἐπιρρέω] течія 8.5
επισκεπτομαι ἐπισκέπτομαι [ἐπί, σκέπτομαι] розглядати 3.1
επισκοπεω ἐπισκοπέω, contr. [ἐπίσκοπος] розглядати 11.1
επιστημη ἐπιστήμη -ης, ἡ [ἐπίσταμαι] наука 1.5, 3.2, 7.2, 7.3; знання 1.1, 1.2, 2.2, 4.10; вченість 3.3
επιστημονικος ἐπιστημονικός -ή -όν [ἐπιστήμων] вдумливий 2.9
επιστητος ἐπιστητός -ή -όν [ἐπίσταμαι] ἐπιστητῶς adv. доступно 1.1
επιστολη ἐπιστολή -ῆς, ἡ [ἐπιστέλλω] лист; δι’ ἐπιστολῆς – листовно 11.6
επιστρεπτικος ἐπιστρεπτικός -ή -όν [ἐπιστρέφω] повертаючий 1.7; той, що повертає 4.6; ἐπιστρεπτικῶς adv. повертаючись 4.10
επιστρεφω ἐπιστρέφω [ἐπί, στρέφω] повертати, повертатися; навертатися 9.6; відвертати 4.6; perf. part. mp навернений 9.5, 12.3, 13.3
επιστροφη ἐπιστροφή -ῆς, ἡ [ἐπιστρέφω] повернення
επιτηδειος ἐπιτήδειος -ον / -ος -α -ον [ἐπιτηδές] здатний 4.20, 9.4
επιτηδειοτης ἐπιτηδειότης -ητος, ἡ [ἐπιτήδειος] здатність 1.5, 3.1, 4.4, 9.10; властивість 2.6
επιτηρεω ἐπιτηρέω, contr. [ἐπί, τηρέω] стежити 3.2
επιτιθημι ἐπιτίθημι [ἐπί, τίθημι] додавати 4.14
επιτροπευω ἐπιτροπεύω [ἐπίτροπος] управляти 4.4
επιφαινω ἐπιφαίνω [ἐπί, φαίνω] mp являтися 1.2
επιχειρεω ἐπιχειρέω, contr. [ἐπί, χείρ] братися 8.6; заходитися 8.8
επομαι ἕπομαι [див. ἕπω] слідувати 4.28
επομενως ἑπομένως [ἕπω] згідно з
εποπτευω ἐποπτεύω [ἐπόπτης] споглядати 1.1; зріти 1.8
επω ἕπω слідувати 1.3, 2.2, 2.4, 4.28
επωνυμια ἐπωνυμία -ας, ἡ [ἐπώνυμος] найменування 2.1, 4.11, 10.3; ймення 4.11, 13.3
εραμαι ἔρᾰμαι [див. ἐράω] любити 4.11
εραστης ἐραστής -οῦ, ὁ [ἔραμαι] любитель 1.5, 4.13
εραστος ἐραστός -ή -όν [ἔραμαι] возлюблений 4.13, 4.14; любий 4.18, 4.35, 8.8, 11.5; жаданий 4.10
εραω ἐράω, contr. [див. ἔραμαι] любити 4.10, 8.8
εργον ἔργον -ου, τό діло 7.4
ερευνα ἔρευνα -ης, ἡ [ἐρέω] дослідження 2.9
ερεω ἐρέω запитувати 4.19
ερημια ἐρημία -ας, ἡ [ἐρῆμος] відсутність 4.24
ερημος ἐρῆμος, att. ἔρημος -η -ον / -ος -ον позбавлений 11.1
ερις ἔρῐς -ιδος, ἡ сварка 11.5
ερμηνευτικος ἑρμηνευτικός -ή -όν [ἑρμηνεύω] який вияснює 4.2
ερχομαι ἔρχομαι приходити; зійти 2.10; доходити 3.2
ερω ἐρῶ fut. ind. act., див. εἴρω викладати 4.16
ερως ἔρως -ωτος, ὁ [див. ἔραμαι] любов
ερωτικος ἐρωτικός -ή -όν [ἔρως] люблячий 4.13; викликаний любов’ю 4.14, 4.16; присвячений Любові 4.14; жадано 3.3
εσθ᾽οτε ἐσθ᾽ὅτε = ἐστὶν ὅτε [див. ὅτε] іноді 1.8
εσοπτρον ἔσοπτρον -ου, τό / εἴσοπτρον -ου, τό [εἰσοράω] дзеркало
εστια ἑστία -ας, ἡ домівка 1.7; осередок 4.1; оселя 10.1; вогнище 7.4
εστιαω ἑστιάω, contr. [ἑστία] частувати 3.2
εσχατια ἐσχᾰτιά -ᾶς, ἡ [ἔσχατος] віддаленість 1.4
εσχατος ἔσχᾰτος -η -ον [ἐξ] найвіддаленіший 4.17, 4.20; найдальший 6.1, 11.2; далекий 4.20, 5.8; крайній 8.2; останній 4.4, 4.20, 13.4; ἐπ᾽ ἐσχάτων – до краю 4.15; вкінці 13.3; ἐσχάτως adv. украй мало 4.20, крайньо мало 5.8; вкінці 13.4
ετεροιος ἑτεροῖος -α -ον [ἕτερος] n. іншість 9.5
ετεροιωσις ἑτεροίωσις -εως, ἡ [ἑτεροιόω] переміна 9.9
ετεροκινητος ἑτεροκίνητος -ον /ῑ/ [ἕτερος, κινέω] рухатися зі спонуки інших 8.7
ετερος ἕτερος -α -ον інший; один – другий 3.1; ἑτέρως adv. по-іншому 9.5
ετεροτης ἑτερότης -ητος, ἡ [ἕτερος] різність 1.4, 4.7, 11.3, 11.5; іншість 9.5
ετι ἔτῐ надалі 4.4; далі 12.1; врешті 4.6; більше 11.5
ευ εὖ [див. ἐύς] adv. благий 4.1; благо 5.8; добре 13.4
ευαγης εὐᾰγής -ές [εὖ, ἄγος] εὐαγῶς adv. благоговійно 2.5; благочестиво 8.8
ευαρμοστια εὐαρμοστία -ας, ἡ [εὐάρμοστος] гармонійність 4.7
ευδιακριτος εὐδιάκριτος -ον [διακρίνω] εὐδιακρίτως adv. чітко 2.4
ευδιαχυτος εὐδιάχῠτος -ον [εὖ, διαχέω] легко розчинний 2.6
ευεργετεω εὐεργετέω, contr. [εὐεργέτης] благодіяти 13.4
ευθαρσης εὐθαρσής -ές [εὖ, θάρσος] εὐθαρσῶς adv. сміливо 8.6
ευθεια εὐθεῖα fem. від εὐθύς пряма лінія 2.5
ευθημοσυνη εὐθημοσύνη -ης, ἡ [εὐθήμων] благоустрій 8.5
ευθυγραμμος εὐθύγραμμος -ον [εὐθύς, γραμμή] прямолінійний 4.11
ευθυς εὐθύς -εῖα -ύ прямий 11.6; прямолінійний 9.9; κατ᾽ εὐθεῖαν – по прямій 4.8, 4.9; εὐθείᾳ – правильно 4.8
ευκαιρος εὔκαιρος -ον [εὖ, καιρός] слушний 5.10
ευκολος εὔκολος -ον легкий; εὐκόλως adv. легко 8.2
ευλαβεια εὐλάβεια -ας, ἡ /ᾰα/ [εὐλαβής] благоговіння 1.2, 1.3, 3.3
ευμετρια εὐμετρία -ας, ἡ [εὔμετρος] добра міра 8.7
ευπρεπεια εὐπρέπεια -ας, ἡ [εὐπρεπής] краса 1.4; красота 4.4
ευπρεπης εὐπρεπής -ές [εὖ, πρέπω] благувідповідний 4.7
ευρεσις εὕρεσις -εως, ἡ [εὑρίσκω] відкриття 3.3
ευρισκω εὑρίσκω знаходити 1.4, 2.7, 9.3, 13.3; виявляти 5.5; part. виявний 7.1
ευροια εὔροια -ας, ἡ [εὔροος] плавний хід 4.4
ευσεβης εὐσεβής -ές [εὖ, σέβω] εὐσεβῶς adv. благочестиво 9.9
ευσταθης εὐστᾰθής -ές [εὖ, ἵστημι] εὐσταθῶς adv. урівноважено 1.2
ευσυνοπτος εὐσύνοπτος -ον [εὖ, σύνοπτος] зрозумілий 2.4
ευτακτος εὔτακτος -ον [εὖ, τάσσω] благочинний 12.3; εὐτάκτως adv. впорядковано 2.4
ευταξια εὐταξία -ας, ἡ [εὔτακτος] благоустрій 8.7
ευτυπωτος εὐτύπωτος -ον [εὖ, τυπόω] сприйнятливий 2.6
ευφημος εὔφημος -ον [εὖ, φήμη] благочестивий 4.12
ευφραινω εὐφραίνω [εὔφρων] радіти 8.8
ευφρων εὔφρων -ον [εὖ, φρήν] розсудливий 6.2
ευχαρακτος εὐχάρακτος -ον [εὐ, χαράσσω] чіткий 2.6
ευχη εὐχή -ῆς, ἡ [εὔχομαι] молитва 3.1
εφαπτω ἐφάπτω [ἐπί, ἅπτω] осягати 13.4
εφαρμογη ἐφαρμογή -ῆς, ἡ [ἐφαρμόζω] згода 4.7, 5.7; узгодженість 7.3
εφαρμοζω ἐφαρμόζω, att. ἐφαρμόττω [ἐπί, ἁρμόζω] відповідати 1.7; бути придатним 13.3
εφελκω ἐφέλκω et poster. -ελκύω [ἐπί, ἕλκω] притягувати 3.1; потягати 4.28
εφεσις ἔφεσις -εως, ἡ [ἐφίημι] стремління; устремління 3.3; прагнення 11.3, 11.4
εφετος ἐφετός -ή -όν [ἐφίημι] бажаний; жаданий
εφιημι ἐφίημι [ἐπί, ἵημι] act. посилати 4.1, 8.4; mp стреміти; дозволяти 3.3; намагатися 11.5
εφικνεομαι ἐφικνέομαι, contr. [ἐπί, ἱκνέομαι] досягати 1.4, 4.4, 10.3
εφικτος ἐφικτός -ή, -όν досяжний 1.2, 3.3, 7.2; можливий 11.1; ὡς ἐφικτόν – наскільки можливо 1.1, 1.4, 1.5, 2.7, 4.1, 7.2, 8.1; по змозі 13.4; κατὰ τὸ ἐφικτὸν – наскільки можливо 2.11, 8.6
εχω ἔχω мати; матися 9.4; посідати 2.10, 4.23; тримати 5.6, 7.4; носити 2.8, 2.9; нести в собі 7.3, 10.2; отримувати 4.1; набувати 4.25; поводитися 4.30; бути 4.1, 5.3, 13.4; перебувати 7.4, 10.3; зоставатися 4.31; бути пов’язаним 10.3; могти 11.4; inf. посідання 8.3; εὖ ἔχω – бути при здоровому глузді 7.4
ζαω ζάω, contr. [див. βίος] жити; part. живий 1.3, 5.1, 5.3, 11.6; живучий 6.1
ζηλος ζῆλος -ου, ὁ [див. δίζημαι?, ζητέω?] ревність 4.13
ζηλοω ζηλόω, contr. [ζῆλος] жадати 8.8
ζηλωτης ζηλωτής -οῦ, ὁ [ζηλόω] ревнивий 4.13
ζηλωτος ζηλωτός -ή -όν [ζηλόω] об’єкт ревності 4.13
ζην ζῆν [pr. inf. act. ζάω] inf. життя 6.1
ζητεω ζητέω, contr. [див. δίζημαι] розглядати 7.3
ζυγον ζῠγόν -οῦ, τό ярмо 10.1; рівновага 1.3
ζυγος ζῠγός -οῦ, ὁ див. ζυγόν
ζωαρχια ζωαρχία -ας, ἡ [ζωή, ἀρχή] життєначало 2.1
ζωαρχικος ζωαρχικός -ή -όν [ζωαρκής] життєначальний 3.2, 6.3
ζωη ζωή -ῆς, ἡ [див. ζάω] життя
ζωντα ζῶντα, τά [ζάω] τὰ ζῶντα – живе 5.1, живі 5.3, 5.5, 11.6
ζωογονος ζωογόνος -ον [ζωός, γίγνομαι] життєпороджуючий 2.3; породжуючий життя 2.7; який породжує життя 11.6; життєродний 8.5; життєродитель 6.3
ζωον ζῷον -ου, τό [див. ζάω] живий; жива істота 4.23, 6.1; тварина 4.25, 6.1, 6.3, 8.5; живий 6.1
ζωοποιος ζωοποιός -όν [ζωοποιέω] життєтворчий 5.2, 6.1, 6.3
ζωος ζωός -ή -όν [ζάω] живий 6.2, 6.3
ζωοω ζωόω, contr. [ζωός] оживляти 4.2, 5.8, 6.3; давати життя 4.4; оживати 6.3
ζωτικος ζωτικός -ή -όν [ζάω] життєвий 6.1, 8.3; живий 1.5; життєдайний 6.1; до життя 4.4
ζωωσις ζώωσις -εως, ἡ [ζωόω] наділяння життям 2.5
η через те що 2.10; оскільки 4.28, 4.30, 7.2; з огляду на 4.23; як 4.33, 4.34, 5.1, 9.6
η істинно 2.6; справді 4.14
ηγεομαι ἡγέομαι, contr. провадити 13.4; вважати 4.12
ηδη ἤδη [ἦ, δή] уже
ηδομαι ἥδομαι pr. med., див. ἥδω насолоджуватися 2.8
ηδονη ἡδονή -ῆς, ἡ [ἥδω] насолода 2.8, 8.7, 11.5
ηλεκτρινος ἠλέκτρινος -η -ον [ἤλεκτρον] бурштиновий 1.8
ηλιακος ἡλιακός -ή -όν [ἥλιος] сонячний 4.4
ηλιος ἥλιος -ου, ὁ сонце
ημερα ἡμέρα -ας, ἡ [ἦμαρ] день
ημισυς ἥμῐσυς -εια -υ [ἡμι-] половина 13.2
ηνικα ἡνίκα /ῐᾰ/ коли
ηνωμενως ἡνωμένως [ἑνόω] adv. див. ἑνόω
ηρεμεω ἠρεμέω, contr. [ἠρέμα] перебувати в супокою 11.1; перебувати у спокою 11.3, 11.4
ησσων ἥσσων, att. ἥττων -ον [ἦκα] менший; зменшений 2.11; нижчий 4.10
ησυχια ἡσῠχία -ας, ἡ [ἥσυχος] супокій 11.1
ητοι ἤτοι = ἤ τοι або, чи
ηχος ἦχος -ου, ὁ [див. ἠχή] звук 4.11, 8.2
θακος θᾶκος -ου, ὁ [див. τίθημι] престол 1.8
θανατος θάνατος -ου, ὁ /ᾰᾰ/ смерть 4.1
θαυμαστος θαυμαστός -ή -όν [θαυμάζω] подивугідний 1.6
θεα θέα -ας, ἡ [див. θαῦμα] споглядання 3.2
θεα θεά -ᾶς, ἡ споглядання 3.2
θεαμα θέᾱμα -ατος, τό [θεάομαι] споглядання 1.4, 2.7, 2.9
θεαομαι θεάομαι, contr. [див. θέα] видіти 12.2
θεαρχια θεαρχία -ας, ἡ [θεός, ἄρχω] Божественне Начало; джерело Божества 1.3
θεαρχικος θεαρχικός -ή -όν [θεαρχία] богоначальний 1.3, 2.1, 2.5, 2.8, 2.11, 3.2, 5.1; Божественного Начала 1.1, 2.11, 4.1
θεικος θεϊκός -ή -όν [θεός] Божий 13.3; θεϊκῶς adv. що стосується божества 11.6
θειος θεῖος -α -ον [θεός] Божий; божественний
θειωδης θειώδης -ες [θεῖος] θειωδῶς adv. у божественний спосіб 1.1, 1.2
θελγω θέλγω приваблюватися 4.13; принаджувати 8.8; θέλγεται – дозволяє себе приваблювати 4.13; принаджувати 8.8
θελημα θέλημα -ατος, τό [θέλω] воля 4.35, 5.8
θελητης θελητής -οῦ, ὁ [θέλω] добровільний
θελητος θελητός -ή -όν [θέλω] бажаний 9.10
θεμελιοω θεμελιόω, contr. [θεμέλιος] основувати 10.1
θεμις θέμις -ιστος, ἡ [див. τίθημι?] εἰ θέμις – якщо можна 4.22; якщо дозволено 8.3
θεμιτος θεμῐτός -ή -όν [θέμις] дозволений 1.2, 1.5, 2.2; допустимий 1.3; можна 11.1; ὡς θεμιτὸν – наскільки дозволено 1.2; κατὰ τὸ θεμιτὸν – наскільки дозволено 1.3, 1.4; εἰ θεμιτὸν – якщо дозволяється 4.3
θεογνωσια θεογνωσία -ας, ἡ [θεός, γνῶσις] боговідання 3.3, 7.4
θεογονια θεογονία -ας, ἡ [θεόγονος] богородження 2.5
θεογονος θεόγονος -ον [θεός, γίγνομαι] Богородитель 2.1, 2.7; n. богородження 13.3
θεοδοχος θεοδόχος -ον [θεός, δέχομαι] богоприйнятний 3.2
θεοειδεια θεοείδεια -ας, ἡ [θεοειδής] богоподібність 4.22
θεοειδης θεοειδής -ές [θεός, εἶδος] богоподібний; богоподібність 1.3, 2.11; θεοειδῶς adv. богоподібно
θεοληπτος θεόληπτος -ον [θεός, λαμβάνω] богонатхненний 2.1, 3.2; боговибраний 3.2
θεολογεω θεολογέω, contr. [θεολόγος] богословити 3.2
θεολογια θεολογία -ας, ἡ [θεολόγος] богословіє [Святого Письма] 1.1, 2.5, 13.1; богословствування 1.8, 3.1; богословський твір 3.2; богословська тема 3.2
Θεολογικαι Θεολογικαὶ στοιχειώσεις Богословські першооснови 2.9, 3.2
Θεολογικαι Θεολογικαὶ ὑποτυπώσεις Богословські нариси 1.1, 1.5, 2.1, 2.3, 2.7, 11.5
θεολογικος θεολογικός -ή -όν [θεολογία] богословський
θεολογος θεολόγος -ου, ὁ [θεός, λέγω] богослов
θεομαχια θεομαχία -ας, ἡ [θεομάχος] богоборство 1.8
θεομιμητος θεομίμητος -ον [θεός, μιμέομαι] богонаслідувальний 1.4
θεοπλαστια θεοπλαστία -ας, ἡ [θεοπλάστης] божественне утворення 2.9
θεοποιος θεοποιός -όν [θεός, ποιέω] богочинний 11.6; n. Обоження 2.1
θεοπρεπης θεοπρεπής -ές [θεός, πρέπω] богодостойний; належний Богу 2.2; θεοπρεπῶς adv. богодостойно
θεοπτικος θεοπτικός -ή -όν [θεόπτης] спрямований до боговидіння 1.8
θεος θεός -οῦ, ὁ, ἡ Бог, бог
θεοσοφια θεοσοφία -ας, ἡ [θεόσοφος] богомудріє 7.4; божественна мудрість 2.2
θεοσοφος θεόσοφος -ον [θεός, σοφός] богомудрець 1.6
θεοτελης θεοτελής -ές [θεός, τέλος] богодосконалий 2.1
θεοτης θεότης -ητος, ἡ [θεός] Божественність; божество 11.6
θεουργια θεουργία -ας, ἡ [θεουργός] богодіяння 2.1, 2.6; божественні діла, діяння
θεουργικος θεουργικός -ή -όν [θεουργία] богодійний 1.4
θεοφανεια θεοφάνεια -ας, ἡ [θεός, φαίνω] богоявлення 1.2, 1.4, 1.6; богоявління 10.2
θεοφυτος θεόφυτος -ον [θεός, φῠτός] богородний 2.7
θεοχρηστος θεόχρηστος -ον [θεός, χράω] боговстановлений 3.2
θεοω θεόω, contr. [θεός] mp обожуваний 1.3
θερμαινω θερμαίνω [θερμός] гріти 2.8; mp бути огріваним 4.4; part. aor. нагрітий 4.20; inf. жар 4.30
θερμος θερμός -ή -όν n. subst. жар 4.19
θερμοτης θερμότης -ητος, ἡ [θερμός] теплість 4.20
θεσις θέσις -εως, ἡ [τίθημι] ствердження 2.4; підтвердження 8.5
θεσμος θεσμός -οῦ, ὁ правило 1.1, 1.8; закон 2.9, 3.3, 12.2; установа 4.1
θετεος θετέος -α -ον [τίθημι] θετέον adj. verb. n. слід розглядати 4.32
θεωνυμια θεωνυμία -ας, ἡ [θεός, ὄνομα] Божі імена 1.4, 2.11; богоймення 1.8, 2.1, 2.11, 4.7, 4.12, 5.1, 5.2, 8.1, 9.5, 13.3, 13.4; богонайменування 9.1, 9.5, 9.6, 9.10
θεωνυμικος θεωνυμικός -ή -όν [θεωνυμία] імені Божого 1.6; богоймення (Р.в.) 13.4; богойменний 5.1, 9.1
θεωρεω θεωρέω, contr. [θεωρός] споглядати 3.3; розглядати 1.4, 9.1, 11.2; побачити 5.7; part. споглядальний 6.3
θεωρητικος θεωρητικός -ή -όν [θεωρέω] споглядальний 4.11
θεωρια θεωρία -ας, ἡ споглядання 1.2, 1.4, 1.8, 3.3, 4.9; дослідження 1.2; учення 3.2
θεωρος θεωρός -οῦ, ὁ [θεά, ὁράω?] який доглядає 12.3
θεωσις θέωσις -εως, ἡ [θεόω] обоження 2.7, 2.8, 2.11, 8.5
θησαυρος θησαυρός -οῦ, ὁ скарб 1.6, 7.1
θνητος θνητός -ή -όν [θνῄσκω] смертний 8.7
θορυβεω θορῠβέω, contr. [θόρυβος] бентежити 4.12
θρεπτικος θρεπτικός -ή -όν [τρέφω] живильний 4.2, 4.28, 6.3, 8.5
θυμος θῡμός -οῦ, ὁ гнів
ιαομαι ἰάομαι зціляти 13.4
ιδεα ἰδέα -ας, ἡ /ῐ/ [ἰδεῖν] ідея 9.3
ιδια ἰδίᾳ [ἴδιος] adv. зокрема 2.7
ιδικος ἰδικός -ή -όν /ιι/ [ἴδιος] свій 2.4; особистий 4.33; ἰδικῶς adv. осібно 2.4
ιδιοπραγια ἰδιοπραγία -ας, ἡ [ἰδιοπραγέω] особисте діяння 8.9
ιδιος ἴδιος -α -ον / -ος -ον /ῐῐ/ властивий; особистий; свій 9.6; n. властивість 4.23; характерна риса 2.4; ἰδίως adv. особисто
ιδιοτης ἰδιότης -ητος, ἡ /ῐῐ/ [ἴδιος] осібність 2.4; характерна риса 4.2; властивість 10.3, 11.3; особливість 11.3, 11.4
ιδιως ἰδίως особисто
ιδρυσις ἵδρῠσις -εως, ἡ [ἱδρύω] твердиня 1.3, 4.7, 7.4; сталість 1.4, 1.5, 4.1, 4.4; усталеність 5.7; основа 2.4, 2.7; стійкість 4.10
ιδρυω ἱδρύω возсідати 1.5; ставити 5.8; установлювати 1.2; оснувати 8.5; бути 11.2; пробувати 2.5, 3.1; mp мати основу 9.4; існувати 4.28
ιεραομαι ἱεράομαι, contr. [ἱερός] висвячений 3.2
ιεραρχης ἱεράρχης -ου, ὁ [ἱερός, ἄρχω] священноначальник 3.2
ιεραρχια ἱεραρχία -ας, ἡ [ἱεράρχης] ієрархія 4.2
ιεραρχικος ἱεραρχικός -ή -όν [ἱεραρχία] священноначальників 1.4, 1.8, 13.4
ιερευς ἱερεύς -έως, ὁ [ἱερός] священник
ιερογνωσια ἱερογνωσία -ας, ἡ [ἱερός, γιγνώσκω] священне знання 3.3
ιεροδιδασκαλος ἱεροδιδάσκαλος -ου, ὁ [ἱερός, διδάσκαλος] священновчитель 11.6
ιερολογια ἱερολογία -ας, ἡ [ἱερολόγος] священнослів’я 3.3
ιερολογος ἱερολόγος -ου, ὁ [ἱερός, λόγος] священний автор 4.12
ιερομυστης ἱερομύστης -ου, ὁ священновтаємничений 2.4; священновтаємничуючий 3.2
ιεροπρεπης ἱεροπρεπής -ές [ἱερός, πρέπω] священнодостойний 1.2
ιερος ἱερός -ά -όν / -ός -όν священний; посвячений 1.8; n. святощі 4.22; ἱερῶς adv. священно
ιεροτελεστης ἱεροτελεστής -οῦ, ὁ [ἱερός, τελεστής] священновтаємничувач 4.14, 10.2
ικανος ἱκανός -ή -όν /ῐᾰ/ [ἱκάνω] спроможний 2.2, 3.2, 13.4; ἱκανῶς adv. достатньо 2.9, 3.2, 4.35, 11.5; у достатній мірі 3.3
ιλαος ἵλαος -ον /ῑᾱ/ [див. ἱλάσκομαι] милостивий 2.10
ισαγγελος ἰσάγγελος -ον [ἴσος, ἄγγελος] рівноангельний 1.4, 7.2
ισος ἴσος (ἶσος, ἔισος) -η -ον рівний 9.10; ἐπἴσης – рівно 9.10; ἴσως adv. по справедливості 3.2; слушно 4.19; може 6.2
ισοτης ἰσότης -ητος, ἡ [ἴσος] рівність
ισουργεω ἰσουργέω, contr. [ἰσουργός] рівно учиняти 9.10
ισταω ἱστάω pr. contr. = ἵστημι
ιστεον ἰστέον [εἶδον] agg. verb. n. треба знати 13.3
ιστημι ἵστημι стояти 3.1, 5.10; стояти право 1.3; усталювати 8.9, 11.3; опиратися 11.5; перебувати 11.2; пробувати 11.2; perf. part. act. стійкий 3.1; сталий 9.5; Той, Хто стоїть 9.1
ισχυριζομαι ἰσχῡρίζομαι [ἰσχυρός] настійливо твердити 11.5
ιχνος ἴχνος -εος, contr. -ους, τό ознака 1.2; відбиток 9.6
καθαιρω κᾰθαίρω [καθαρός] очищати 4.4
καθαπερ καθάπερ [див. καθά] подібно як; як; наскільки 4.22
καθαρευω κᾰθᾰρεύω [καθαρός] бути чистим 4.1, 7.2
καθαρος κᾰθᾰρός -ά -όν чистий 2.6, 4.6, 8.9; ясний 7.4; καθαρῶς adv. справжній 8.9
καθαροτης καθαρότης -ητος, ἡ [καθαρός] чистота 3.3, 7.2, 11.2, 12.2, 12.3
καθαρσις κάθαρσις -εως, ἡ /ᾰα/ [καθαίρω] очищення 4.2
καθεδρα καθέδρα -ας, ἡ [κατά, ἕδρα] сидіння 9.8
καθελκω καθέλκω / καθελκύω [κατά, ἕλκω] стягати 3.1
καθηγεμων καθηγεμών, G. -όνος [καθηγέομαι] наставник 1.4, 2.9, 2.11, 3.2, 7.1, 7.4; провідник 4.2
καθηκω καθήκω, ion. κατήκω [κατά, ἥκω] сягати 3.1
καθημαι κάθημαι, ion. κάτημαι [κατά, ἧμαι] возсідати 9.1
καθιερωτης καθιερωτής -οῦ, ὁ [καθιερόω] посвячуючий 3.2
καθιημι καθίημι [κατά, ἵημι] посвятитися 3.3
καθολου καθόλου, adv. = καθ᾽ ὅλου взагалі, загалом, зовсім, цілковито; в цілому
καθοραω καθοράω, contr. [κατά, ὁράω] mp ставати видимим 4.4
καινος καινός -ή -όν новий 3.3; дивовижний 2.10
καιρος καιρός -οῦ, ὁ пора 10.2, 10.3; пора року 10.3
καιτοι καίτοι / καί τοι adv. а втім, однак, проте, та; хоч, хоча; а також, але також; тож; адже ж
καιω καίω / κάω палити 2.8
κακια κᾰκία -ας, ἡ [κακός] зло; злодіяння 4.19; лихо 4.26
κακος κᾰκός -ή -όν злий; τὸ κακόν n. зло
κακυνω κακύνω [κακός] заподіювати [зло] 4.18; руйнувати 4.20; робити злим 4.18; pass. ставати злим 4.21, 4.23, 4.24
καλεω καλέω, contr. називати; призивати 4.7
καλλιεργεω καλλῐεργέω, contr. [καλλίεργος] прекрасно вчиняти 7.3
καλλονη καλλονή -ῆς, ἡ [κάλλος] краса 4.7
καλλοποιος καλλοποιός -όν [κάλλος, ποιέω] красотворчий 4.7
καλλος κάλλος -εος, contr. -ους, τό [див. καλός] краса
καλος κᾰλός -ή -όν прекрасний, красивий; добрий 4.20, 8.8, 8.9; n. Прекрасне; καλῶς adv. добре 4.11; слушно 4.35, 5.3
καν κἄν красис καὶ ἄν навіть 4.23, навіть якщо 7.4
κανων κᾰνών -όνος, ὁ [κάννα?] правило 1.8; мірило 2.2
καρδια καρδία -ας, ἡ серце
καρπος καρπός -οῦ, ὁ плід
καρτερεω καρτερέω, contr. [καρτερός] зносити 3.3
καρτερος καρτερός -ά -όν [див. κράτος] сильний 13.1
κατα κατά /ᾰᾰ/ G. стосовно; всупереч; на (проти) 4.35 Acc. за; згідно; щодо; відносно; з огляду на; зважаючи на; як; немов; з; у, в; на; при; під час; для причинність: завдяки; задля; за; через; за допомогою; внаслідок; оскільки; як спосіб: відповідно до; по відношенню до; шляхом; по; зі; у спосіб; як у; за допомоги καθἡμᾶς – наш; властивий нам; у нашій природі; за нашою природою; як ми; καθὑμᾶς – ваш 8.6; καθ’ ὃ – оскільки 4.23, 4.28, 4.29; позаяк 4.23, 4.34, 13.3; як 4.23, 13.3; κατὰ μηδὲν – у не такий спосіб 1.1; κατὰ πάντα – у всьому 13.2; κατὰ περιουσίαν – з наддостатку 8.6; κατὰ τὴν ἀναλογίαν – в міру здатності 1.1, 7.3; κατὰ τὴν κρείττονα – сильніше 1.1; κατὰ τὸ ἐφικτὸν – наскільки можливо 8.6; κατὰ τὸ θεμιτὸν – наскільки допустимо 1.3; κατοὐδὲνα – ніскільки 2.6; κατοὐδὲν – ні на трохи 8.6; ні в чому 13.4; ὡς καθἡμᾶς – в міру наших сил 4.35, 12.2, 13.4
καταγλαιζω καταγλᾰΐζω [κατά, ἀγλαΐζω] осяяти 7.2
καταγω κατάγω /αᾰ/ [κατά, ἄγω] спускати вниз 3.1; низводити 4.13
καταδεης καταδεής -ές [καταδέω 2] нижчий
καταδεικνυμι καταδείκνῡμι [κατά, δείκνυμι] відкривати 1.1
καταλαμβανω καταλαμβάνω [κατά, λαμβάνω] охоплювати 13.1
καταλαμπω καταλάμπω [κατά, λάμπω] осяювати 1.8; просвічувати 4.6; освітлювати 7.3
καταλιμπανω καταλιμπάνω [див. καταλείπω] залишати 2.4; покидати 3.3
καταλυω καταλύω [κατά, λύω] позносити 8.6
καταντης κατάντης -ες [κατά, ἄντα] n. adv. донизу 1.2
καταπαιω καταπαίω [κατά, παίω] бити 8.6
καταστοχαζομαι καταστοχάζομαι [κατά, στοχάζομαι] цілитися 8.6
καταψηφιζω καταψηφίζω [κατά, ψηφίζω] засуджувати 8.7
κατηγορεω κατηγορέω, contr. [κατήγορος] приписувати 5.8, 13.1
κατονομαζω κατονομάζω [κατά, ὀνομάζω] іменуватися 2.3
κατοχη κατοχή -ῆς, ἡ [κατέχω] захоплення 4.13
κατω κάτω [див. κατά] вниз 4.4; внизу 3.1, 4.4
κειμαι κεῖμαι установлювати 2.2; належати 2.11
κεντρον κέντρον -ου, τό [κεντέω] центр
κενωσις κένωσις -εως, ἡ [κενόω] умалення 2.10
κεφαλαιος κεφάλαιος -α -ον /ᾰ/ [κεφαλή] головний пункт 3.2
κεφαλη κεφᾰλή -ῆς, ἡ голова 9.5; увінчання 4.14
κινεω κινέω, contr. [див. κίω] рухати, рухатися; здвигати 4.4, 10.1; подвигати 4.10, 4.11, 4.12, 4.15; mp бути рухомим 4.4; порушуваний 4.14; inf. mp рух 4.20, 10.2; part. рушій 4.7;part. mp рухомий 8.7
κινησις κίνησις -εως, ἡ /ῑι/ [κινέω] рух; порух 4.28, 6.1
κινητικος κῑνητικός -ή -όν [κινέω] рухомий 4.2; руховий 11.4; рушійний 4.14; рушій 4.14
κλειθρον κλεῖθρον -ου, τό [κλείω] кріплення 11.1
κλεινος κλεινός -ή -όν [κλέος] славний 2.9, 3.2, 4.14
κοινη κοινῇ [κοινός] adv. сукупно 7.2
κοινος κοινός -ή -όν спільний, загальний; однаковий 4.12
κοινοτης κοινότης -ητος, ἡ [κοινός] спільновживаність 2.3
κοινωνεω κοινωνέω, contr. [κοινωνός] стати учасником 1.4; бути співучасним 2.6; мати спільність 2.10; спілкуватися 3.3; переказувати 4.1
κοινωνια κοινωνία -ας ἡ [κοινωνός] спільність 1.2, 4.7; співучасть 2.5, 3.2; взаємини 4.7, 4.19, 8.5
κοινωνικος κοινωνικός -ή -όν [κοινωνός] суспільний 4.12; спільний 4.15; κοινωνικῶς adv. спільно 2.1; доброзичливо 4.10
κολαζω κολάζω [κόλος] наказувати 4.22
κολασις κόλᾰσις -εως, ἡ [κολάζω] покарання 4.22
κορυφαια κορῠφαία -ας, ἡ [κορυφή] верхів’я 3.2
κορυφη κορυφή -ῆς, ἡ [див. κόρυμβος] верховне [начало] 4.28
κοσμεω κοσμέω, contr. [κόσμος] приводити до порядку 8.9
κοσμος κόσμος -ου, ὁ світ; світоустрій 4.28; устрій 12.2
κρασις κρᾶσις -εως, ἡ [κεράννυμι] сполука 4.10; злука 4.17, 5.7; взаємопроникнення 8.5; змішання 11.2
κρατεω κρᾰτέω, contr. [κράτος] владарювати 10.1; брати верх 3.2; поборювати 8.6; змагати 11.5; mp триматися 4.20
κρατηρ κρᾱτήρ -ῆρος, ὁ [κεράννυμι] посудина 1.8
κρατιστος κράτιστος [superl. від κρατύς] могутній 2.9; найсильніший 13.4
κρεισσων κρείσσων -ον [compar. від κρατύς] кращий 3.3, 4.15, 5.3; вищий 4.2, 4.10, 5.8; який перевершує 1.5; n. краще 7.1
κρινω κρίνω визнавати 3.2; κρινομένη πρὸς – у порівнянні до 7.1
κρυφιος κρύφιος -α -ον /ῠ/ [κρυφή] сокровенний; n. сокровенність 1.3
κρυφιοτης κρυφιότης -ητος, ἡ [κρύφιος] сокровенність 2.7, 9.5, 13.3
κτισις κτίσις -εως, ἡ /ῐι/ [κτίζω] створення 4.4; створіння 9.3
κυκλικος κῡκλικός -ή -όν [κύκλος] циклічний 4.4; по колу 4.9; κυκλικῶς adv. по колу
κυκλος κύκλος -ου, ὁ коло; ἐν κύκλῳ – навколо 4.9; κύκλῳ adv. навколо 7.2; κατὰ κύκλον – по колу 9.9
κυκλοφορικος κυκλοφορικός -ή -όν [κυκλοφορία] коловий 9.9
κυρεια κῡρεία -ας, ἡ [κύριος] господьство 2.1, 4.6, 8.1
κυριευω κῡριεύω [κύριος] part. владарювання 12.2
κυριος κύριος -α -ον /ῡ/ Господь; пан; володар; головний 5.9; τὸ κύριον – влада 12.2; κυρίως adv. достеменно 1.1; правильно 11.6; слушно 5.8; власне 1.8; κυριώτατα – головно 1.5; κυριώτερον – пряміше 4.6; властивіше 7.2; в основному 10.3
κυριοτης κῠριότης -ητος, ἡ [κύριος] господьство 12.1, 12.2, 12.3
κυρος κῦρος -εος, contr. -ους, τό [див. κύριος] владицтво 12.2
κυων κύων κυνός, ὁ/ἡ /ῠ/ собака
λαγχανω λαγχάνω діставати в уділ 4.2; бути наділеним 4.2, 4.23
λαλεω λᾰλέω, contr. пустословити 4.35
λαμβανω λαμβάνω приймати 1.4, 5.3; осягати 3.3; брати 7.2; отримати 8.4, 13.4; пояснювати 9.10
λαμπτηρ λαμπτήρ -ῆρος, ὁ [λάμπω] світильник 2.4
λανθανω λανθάνω / λήθω бути скритим 7.4; не зауважувати 8.7; забувати 6.2; пропускати 9.5
λεγω λέγω казати, говорити; розповідати 13.4, оповідати 3.2, звіщати 13.4; називати 4.1, називатися 5.9, 10.3, 13.1, зватися 4.7, 6.1, 10.3; іменуватися 4.5, 4.6, 4.18; вимовити 7.3; вважатися 2.8, 4.18, 4.25; на нашу думку 11.6; λέγεται – кажуть; сказано 11.6; йдеться 7.1; вважається 13.3
λειος λεῖος -α -ον рівний 2.6
λειπω λείπω залишатися [в силі] 4.30
λεξις λέξις -εως, ἡ [λέγω] слово, вислів, вираз, спосіб висловлювання
λεπτος λεπτός -ή -όν [λέπω] легкий 1.6, 9.1, 9.3; деталізований 3.3
λεων λέων -οντος, ὁ лев
ληξις λῆξις -εως, ἡ [λαγχάνω] уділ 1.4
λιαν λίᾱν вельми 2.9; дуже 3.2, 8.2, 8.6, 8.8
λογιζομαι λογίζομαι [λόγος] роздумувати 4.1
λογικος λογῐκός -ή -όν [λόγος] розумовий 1.1, 6.3, 8.3, 9.10; розумний 1.5, 5.1, 5.3; наділений розумом 4.4, 4.6; n. розуміння 7.2; λογικῶς adv. розумово 4.9
λογιον λόγιον -ου, τό [λόγος] Слово / pl. Словеса [Святого Письма]
λογος λόγος -ου, ὁ [λέγω] слово, Слово; pl. словеса 8.1; [наша] мова 9.5; Слово-Розум 7.4; розум; розуміння; розумування 4.16, 4.23, 6.2, 7.2; pl. розумні підстави 4.31; зміст 4.7, 8.9; поняття 4.30, 5.8, 5.9; питання 1.5; вчення 13.4; судження 4.33, 4.35, 5.3; принцип 4.23, 5.7; засада 4.26; підстава 4.1; ἀνὰ λόγον – відповідно 4.19; κατὰ τὸν λόγον – відповідно до 2.8; κατὰ τὸν οἰκεῖον λόγον – у своїй мірі 4.1, 4.7; у властивий спосіб 8.5; ἀληθὴς λόγος – істинне слово 4.10, 4.20; κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον – у такий же спосіб 5.8; ἀντιρρητικὸς λόγος – заперечення 6.2
λοιδορεω λοιδορέω, contr. закидати 8.6
λοιπος λοιπός -ή -όν [λείπω] решта; інші; λοιπόν n. adv. вкінці 13.1
λυπεω λῡπέω, contr. [λύπη] журитися 2.8
λυπη λύπη -ης, ἡ /ῡ/ журбота 2.8
λυσις λύσις -εως, ἡ /ῠ/ [λύω] зруйнування 4.27
λωβαω λωβάω, contr. [λώβη] опоганювати 8.9
μαθητης μᾰθητής -οῦ, ὁ [μανθάνω] учень 1.4
μαινω μαίνω / μαίνομαι обезуміти 7.4
μακαριος μακάριος -α -ον /αα/ [μάκαρ] блаженний
μαλιστα μάλιστα [adv. superl. від μάλα] головно 6.2, 11.6; перш за все 11.5
μαλλον μᾶλλον comp., див. μάλα більше, радше; сильніше 3.1; далі 3.1; здебільшого 10.3; μᾶλλον δὲ – а радше 1.8, 6.3, 7.1; більше того 4.20; і більше того 4.20, 9.3; та більше того 4.20; а й більше того 5.4, 5.5, 7.4, 8.9; πολλῷ γε μᾶλλον – тим паче 5.5, 5.8; куди ж більше 9.5
μανθανω μανθάνω учитися 2.1, 11.5, 13.4; вивчати 2.9, 3.3, 7.2
μανια μᾰνία -ας, ἡ [μαίνομαι] безумство 3.2
μαρμαρυγη μαρμᾰρῠγή -ῆς, ἡ [μαρμαίρω] сяяння 4.4; сяйво 1.4, 3.1
μαρτυρεω μαρτυρέω, contr. [μάρτυς] свідчити 7.4
μαχομαι μάχομαι /α/ [див. μάχη] вести боротьбу; суперечити 4.19
μεγαλειοτης μεγᾰλειότης -ότητος, ἡ [μεγαλεῖος] великість 4.10; велич 9.2
μεγαλοεργος μεγαλοεργός = μεγᾰλουργός
μεγαλουργος μεγᾰλουργός -όν [μέγας, ἔργον] n. веледілання 9.2
μεγας μέγᾰς μεγάλη μέγα великий; потужний 8.2; n. велич 9.2; compar. μείζωνον – більший
μεγεθος μέγεθος -ους, τό [μέγας] велич 1.6, 4.20; величчя 4.4, 9.1, 9.2
μεθεκτος μεθεκτός -ή -όν [μετέχω] μεθεκτῶς adv. що стосується участі 11.6
μεθεξις μέθεξις -εως, ἡ [μετέχω] участь 4.4, 4.20, 4.22; причетність 2.4, 4.21
μεθοδος μέθοδος -ου, ἡ [μετά, ὁδός] спосіб 13.4
μειγνυμι μείγνῡμι / μειγνύω / μίγνῡμι / μιγνύω part. змішаний 4.20
μεις μείς = μήν μηνός, ὁ місяць
μειωσις μείωσις -εως, ἡ [μειόω] умалення 8.9
μελω μέλω дбати 2.2
μενω μένω перебувати; перебувати в спокою 4.14; пробувати 9.4; залишатися 2.11, 4.10, 4.23, 9.5
μερικος μερικός -ή -όν [μέρος] частковий 4.29, 4.30, 5.2; поодинокий 1.8; детальний 3.2; зокрема 11.6; μερικῶς adv. стосовно частини 2.1; почасти 2.1; частково 11.6, 13.4
μερισμος μερισμός -οῦ, ὁ [μερίζω] розділ 9.3
μεριστος μεριστός -ή -όν [μερίζω] розділений 1.4, 4.21, 11.1; подільний 2.11, 7.2; окремий 1.4; частковий 4.12; частинний 7.2; n. частковість 7.2; ἐν μεριστοῖς – по частинах 7.2
μερος μέρος -ους, τό [див. μείρομαι] частина; член 9.5; μέρει – почасти 11.6; κατὰ μέρος – зокрема 3.3, 5.7
μεσος μέσος -η -ον середина 5.8, 5.10; центр 2.5; посередній 11.2; поміж 10.3; n. pl. ті, що всередині 9.9; ἐν μέσῳ – проміжне 9.5
μεσοτης μεσότης -ητος, ἡ [μέσος] середина 5.8
μετα μετά G. з, зі; разом із Acc. після; по; услід; за; через; між
μεταβαινω μεταβαίνω [μετά, βαίνω] переходити 3.1, 13.4
μεταβαλλω μεταβάλλω [μετά, βάλλω] перемінювати 4.23; part. мінливий 4.21
μεταβατικος μεταβᾰτικός -ή -όν [μεταβαίνω] пересувний 4.4; перехідний 4.9
μεταβολη μεταβολή -ῆς, ἡ [μεταβάλλω] зміна 4.21; міньба 7.4
μεταδιδωμι μεταδίδωμι [μετά, δίδωμι] уділяти 2.11, 4.5, 7.2, 13.4; подавати 4.5, 4.21, 9.2, 11.2; передавати 3.3, 13.4; надавати 4.7
μεταδιωκω μεταδιώκω [μετά, διώκω] досліджувати 7.1
μεταδοσις μετάδοσις -εως, ἡ [μεταδίδωμι] подавання 2.11, 2.5, 4.7
μεταδοτις μεταδότις -ιδος [μεταδίδωμι] податель 1.3
μεταλαμβανω μεταλαμβάνω [μετά, λαμβάνω] приймати участь 4.20; мати участь 5.2; причащатися 4.13; part. учасник 9.10
μεταμορφωσις μεταμόρφωσις -εως, ἡ [μεταμορφόω] Преображення 1.4
μετατιθημι μετατίθημι [μετά, τίθημι] переставити 6.2
μεταφρενον μετάφρενον -ου, τό [μετά, φρήν] плече 1.8
μετερχομαι μετέρχομαι [μετά, ἔρχομαι] переходити 1.1
μετεχω μετέχω [μετά, ἔχω] мати участь, брати участь; бути причетним; причащатися 1.4, 4.2; прийняти частку 4.4; inf. участь 5.5, 6.1; part. учасники; ті, які мають участь 2.4
μετιτεον μετιτέον [μέτειμι] adj. verb. слід перейти 5.1
μετουσια μετουσία -ας, ἡ [μέτειμι] причастя 2.11, 4.4; участь 4.20, 4.28; причетність 4.20, 11.1; ἐν μετουσίᾳ – бути причасниками 4.2
μετοχη μετοχή -ῆς, ἡ [μετέχω] спільність 2.5; співучасть 2.7; стикання 2.6; участь 4.7, 5.6, 9.10, 11.1, 12.4; причетність 5.5, 9.2
μετρεω μετρέω, contr. [μέτρον] вимірювати 4.4, 8.9, 10.3; part. mp pl. вимірюване 5.10
μετριος μέτριος -α -ον [μέτρον] помірний 4.5
μετρον μέτρον -ου, τό міра; величина 9.7; τὰ ἐν μέτρῳ – те, що підлягає мірі 1.1
μεχρι μέχρῐ / μέχρῐς аж до
μηδαμη μηδᾰμῇ [μηδαμός] ніколи 4.20; зовсім не 4.32, 9.4
μηδαμος μηδᾰμός -ή -όν [μηδέ, ἁμός] ніхто; μηδαμῶς adv. в жоден спосіб 4.20, 4.32, 9.4
μηδε μηδέ [μή, δέ] і не; навіть не
μηδεν μηδέν [μηδείς, μηδεμία, μηδέν] ніщо 4.32
μηδολως μηδόλως [μηδ᾽ ὅλως] зовсім
μηκος μῆκος -εος, contr. -ους, τό довжина
μηποτε μήποτε ніколи
μηπω μήπω / μή πω ще не
μητρις μητρίς -ίδος, ἡ [μήτηρ] рідна земля 4.11
μικρος μῑκρός / σμῑκρός -ά -όν малий
μικροτης μικρότης / σμικρότης -ητος, ἡ [μικρός] малість 4.10, 9.1
μικτος μικτός -ή -όν [μείγνυμι] змішаний 4.20
μιμεομαι μῑμέομαι, contr. [μῖμος] нагадувати 8.6
μιμησις μίμησις -εως, ἡ /ῑι/ [μιμέομαι] уподібнення 1.4, 9.7; уподібнювання 9.6
μιξις μίξις -εως, ἡ [μείγνυμι] змішання 4.31, примішування 4.32
μνημη μνήμη -ης, ἡ [μιμνήσκω] пам’ять 3.1
μνημονευτεον μνημονευτέον [μνημονεύω] adj. verb. треба згадати 5.9
μονας μονάς -άδος [μόνος] єдиність 1.4; одиниця 4.21, 5.6, 10.2, 13.2, 13.3; Єдиниця 13.3
μοναχος μοναχός -ή -όν [μόνος] μοναχῶς adv. єдино 5.6
μονη μονή -ῆς, ἡ [μένω] перебування 2.4, 4.1, 4.10, 8.5; обитель 4.7
μονιμος μόνῐμος -ον [μένω] непохитний 7.4; n. непохитність 7.1, 7.4; μονίμως adv. незрушно 1.2, 9.6, 9.8
μονιμοτης μονῐμότης -ητος, ἡ [μόνιμος] Постійність 2.4
μονοειδης μονοειδής -ές [μόνος, εἶδος] однаковий 4.7; однозначний 4.6; однорідний 5.8; єдиноподібний 9.5; μονοειδῶς adv. єдино 5.7, 13.1; воєдино 5.7, 7.4; однаково 4.20, 9.4; сукупно 5.8
μονος μόνος -η -ον єдиний; лише, тільки
μοριον μόριον -ου, τό [μόρος] частина 13.2, 13.3
μορφη μορφή -ῆς, ἡ форма 1.4; вигляд 1.8; вид 9.5
μορφοω μορφόω, contr. [μορφή] створювати 1.1
μυελος μυελός -οῦ, ὁ [див. μυών?] кістковий мозок 9.3
μυεω μῠέω, contr. [μύω] mp навчений 1.4, утаємничений 1.4, 3.1; pass. утаємничений 2.9
μυριολεκτος μῡριόλεκτος -ον [μυρίος, λέγω] багаторазово сказаний 11.6
μυστηριον μυστήριον -ου, τό [μύστης] таїнство 2.3, 4.22
μυστης μύστης -ου, ὁ [μύω] посвячений 1.8
μυστικος μυστικός -ή -όν [μύστης] містичний 1.6, 2.9, 10.2; таїнственний 1.8, 2.7, 9.5; μυστικῶς adv. як таїнство 2.9
μωρια μωρία -ας, ἡ [μωρός] немудрість 7.1
μωρος μωρός -ά -όν / μῶρος -α -ον немудрий 7.1
ναυς ναῦς νεώς, ἡ корабель 3.1
νεμω νέμω уділяти 5.8, 9.10
νεος νέος -α -ον юний 10.2
νεοτελης νεοτελής -ές [νέος, τέλος] нововтаємничений 3.2
νεφελη νεφέλη -ης, ἡ [див. νέφος] хмара
νεωτερος νεώτερος -α -ον comp. [νέος] юнак 10.2
νοερος νοερός -ά -όν [νοέω] умовий; pl. умові [єства] 1.5, 5.3; наділений умом 4.4, 4.6; умоосягаючий 4.1, 4.2; n. умова частина 4.11; νοερῶς adv. умово 7.2; умоглядно 4.9
νοεροτης νοερότης -ητος, ἡ [νοερός] умоосягання 4.9
νοεω νοέω, contr. [νόος] мислити 4.23, 4.34, 7.1, 7.3, думати 13.3, роздумувати 4.4; осягати умом 4.1, 4.11, 4.23, 7.2, умоосягати 4.1, 5.3, 7.1; умозріти 11.2; збагнути 3.3; уявляти 9.5; мати на увазі 2.7; pass. можуть бути сприйняті умом
νοησις νόησις -εως, ἡ [νοέω] умоспоглядання 1.4; мислення 4.10, 5.7, 7.3; умогляд 1.5, 4.11; умозріння 4.11, 7.1, 7.2, 11.2; умоосягання 11.2; замисел 7.2; поняття 13.3; розуміння 13.4
νοητεον νοητέον [νοέω] adj. verb. слід умоосягати 7.1, 7.2; слід розуміти 9.9
νοητος νοητός -ή -όν [νοέω] умоглядний; умоосяжний 4.1, 7.2, 7.3, 11.1; умовий 2.8, 9.9; νοητῶς adv. умово 2.8
νοος νόος -όου, contr. νοῦς -οῦ, ὁ ум; οἱ νόες pl. уми, τῶν νοῶν G. pl.
νοσος νόσος -ου, ἡ хвороба; хворість 4.27
νουθετεω νουθετέω, contr. [νοῦς, τίθημι] напоумляти 7.4
νους νοῦς -οῦ, ὁ = νόος -όου
νυν νῠν / νῠ тепер, нині; однак 4.20; тут 7.1
νυξ νύξ νυκτός, ἡ ніч
ογκος ὄγκος -ου, ὁ маса 2.9; вага 9.3
οδευω ὁδεύω [ὁδός] проходити 13.3
οδος ὁδός -οῦ, ἡ путь 4.32; дорога 11.2; шлях 7.3
οθεν ὅθεν [ὅ, -θεν] тому; чому 4.7
οιδα οἶδα [εἴδω] знати 1.6, 3.2, 4.11, 4.30, 4.35; узнати 10.3; відати 7.2; мати відання 7.2
οιητεον οἰητέον [οἴομαι] adj. verb. слід вважати 9.5; слід думати 9.9
οικειος οἰκεῖος -α -ον [οἶκος] свій, його, їх, їхній; (його) власний; властивий; придатний 1.4; нам близький 2.4; n. характерна риса, властивість; οἰκείως adv. як належить 4.7, 4.33, 11.2; належним чином 4.16; як властиво 4.12; у властивий (йому) спосіб 4.7, 4.9, 5.8, 6.1, 6.2, 7.1, 11.6; відповідно 9.5; у відповідний спосіб 4.33, 11.2; достеменно 4.1
οικοδομημα οἰκοδόμημα -ατος, τό [οἰκοδομέω] будова 8.6
οικος οἶκος -ου, ὁ приміщення 2.4
οιομαι ὀΐομαι / οἴομαι [див. οἴω] думати 2.1, 2.2, 2.4, 4.11, 8.1, 10.3; гадати 8.6, 11.5; вважати 6.2, 11.6; приймати 4.32; припускати 4.12; сподіватися 4.35; замірятися 3.2; ὡς οἶμαι – як я думаю 2.1, 5.3, 6.2, 10.3, 12.1; думаю 2.4; гадаю 4.11; сподіваюсь 4.35; як я гадаю 4.1; οἰόμεθα – на нашу думку 12.1
οιος οἷος οἵα οἷον який; такий як 4.20; ὡς οἷοί τέ ἐσμεν – наскільки спроможні 2.2; наскільки для нас можливо 5.9; οἷόν τε – можливо 4.22; οἷον n. adv. як 3.1, 4.14; як от 1.3, 4.20; так 2.7, 2.11; мовби 4.2, 4.9; немовби 2.7, 4.13, 5.8; коли 2.6
οιχομαι οἴχομαι пропадати 4.27
ολικος ὁλικός -ή -όν [ὅλος] увесь 4.16, цілком 4.20, повний 4.20; загальний 5.2; ὁλικῶς adv. повністю 1.4, 2.1, 2.4, 2.6, 13.4; цілком 4.20, цілковито 9.8
ολοκληρος ὁλόκληρος -ον [ὅλος, κλῆρος] цілий 2.1; цілісний 4.20, 4.23; n. цілісність 8.9
ολολαμπης ὁλολαμπής -ές [ὅλος, λάμπω] всеосяйний 4.4
ολος ὅλος -η -ον увесь; цілий; всецілий; загалом; всезагальний; повний; цілковитий; цілковито; в цілому; цілість; pl. світ 5.7, 13.3; увесь світ 5.8, 8.9; всі разом 4.33; διόλου =δι᾽ὅλου – цілком 13.1; у всьому 9.6; τῳ ὅλῳ – абсолютно 13.2; ὅλον adv. абсолютно 9.6; ὅλως adv. взагалі; уповні 1.4; загалом 4.20; цілком 4.18, 11.6; cum neg. аніскільки 3.2
ολοτελης ὁλοτελής -ές [ὅλος, τέλος] вседосконалий 2.1
ολοτης ὁλότης -ητος, ἡ [ὅλος] цілість 2.1, 2.10, 2.11, 4.10; ціле 13.3; повнота 11.2
ομοαγαθος ὁμοάγαθος -ον [ὁμός, ἀγαθός] рівноблагий 1.5
ομοβουλια ὁμοβουλία -ας, ἡ [ὁμός, βουλή] спільна воля 2.6
ομογνιος ὁμόγνιος -ον [ὁμός, γένος] рідний 11.2
ομοδυναμος ὁμοδύναμος -ον /ῠα/ [ὁμός, δύναμις] рівнозначний 4.11, 9.1, 13.4
ομοειδης ὁμοειδής -ές [ὁμός, εἶδος] однорідний 11.1
ομοθεος ὁμόθεος -ον [ὁμός, θεός] рівнобожественний 1.5
ομοιος ὅμοιος / ὁμοῖος -α -ον [ὁμός] подібний 5.5, 9.1; однодушний 4.21
ομοιοτης ὁμοιότης -ητος, ἡ [ὅμοιος] подібність 4.7, 9.1, 9.6, 9.7; подоба 9.6
ομοιωμα ὁμοίωμα -ατος, τό [ὁμοιόω] подібність 7.3
ομοιωσις ὁμοίωσις -εως, ἡ уподібнення 1.2
ομονοια ὁμόνοια -ας, ἡ [ὁμόνοος] порозуміння 11.1, 11.2
ομος ὁμός -ή -όν ὁμῶς adv. однаково 11.2; а 5.8; δὲ ὅμως – а все ж таки 4.20
ομοστοιχος ὁμόστοιχος -ον [ὁμός, στοῖχος] рівний 4.7, 4.10, 4.13, 4.15
ομοταγης ὁμοτᾰγής -ές [ὁμός, τάσσω] рівний по чину 4.10, 4.12, 13.4; того самого чину 9.6
ομοφυης ὁμοφῠής -ές [ὁμός, φύω] однорідний 11.2
ομως ὁμῶς див. ὁμός
ον ὂν суще; буття 8.6, 11.3; єство 1.2; будучи 4.32; τὰ ὄντα – сущі / суще (ті, що є; ті, які наділені буттям)
ονομα ὄνομα -ατος, τό ім’я; назва 7.3, 9.5; значення 5.9
ονομαζω ὀνομάζω [ὄνομα] іменувати 1.7, 13.3; мати ймення 1.4, 1.7; називати 2.7, 8.9; називатися 9.2; надавати ім’я 1.8; найменувати 1.6, 7.3
οντοτης ὀντότης -ητος, ἡ [ὄντα] реальність 5.4
οντως ὄντως воістину; істинно 4.6, 4.12, істинний 4.34; справді 1.6, 4.16, 10.3, 13.4, справдешній 7.4; направду 3.3; реально 2.4
οπη ὅπῃ / ὅπη [ὁ] adv. rel. indef. як 13.4
οπισθιος ὀπίσθιος -α -ον [ὄπισθεν] спина 1.8
οπισω ὀπίσω /ῐ/ [див. ὄπισθε(ν)] вслід
οποιος ὁποῖος -α -ον [ὁ, ποῖος] який 2.7; який би то не був 11.6
οποταν ὁπότᾰν [ὁπότε, ἄν] коли
οπου ὅπου [ὁ, ποῦ] ὅπου γε – адже 2.4, коли то 11.6
οπτικος ὀπτικός -ή -όν [ὄψις] наочний 3.2
οπως ὅπως [ὁ, πῶς] conj. як 2.9, 6.3, 8.8, 11.1; щоб 2.4, 9.5; ὅπως ποτέ – у будь-який спосіб 8.1
οπωσουν ὁπωσοῦν / ὅπως οὖν у який би то не було спосіб 5.4, 5.5, 5.6, 5.7, 5.8, 6.1
ορασις ὅρᾱσις -εως, ἡ [ὁράω] видіння 1.6, 10.2; явлення 9.5; зір 8.2
ορατος ὁρᾱτός -ή -όν [ὁράω] видимий 1.4, 4.4, 7.2
οραω ὁράω, contr. бачити 1.4, 2.4, 3.2, 4.23, 8.2, 13.4; видіти 6.2; споглядати 1.3, 2.7; глядіти 4.10; бути зрячим 4.4; pass. появлятися 4.20
ορεξις ὄρεξις -εως, ἡ [ὀρέγω] стремління 4.19
ορθογραμμος ὀρθόγραμμος -ον [ὀρθός, γραμμή] простолінійний 4.11
ορθος ὀρθός -ή -όν правильний; ὀρθῶς adv. правильно
ορθοτης ὀρθότης -ητος, ἡ [ὀρθός] правильність 12.3
οριζω ὁρίζω [ὅρος] установлювати 4.4; обмежувати 8.5, 10.3, 13.1; означувати 4.4, 8.9; визначати 4.30, 8.9, 13.3; визначати межі 11.1, 13.3
οριστικος ὁριστικός -ή -όν [ὁρίζω] той, що означує 13.2
οροθετεω ὁροθετέω, contr. [ὁροθέτης] означити 2.4; установлювати 8.7
ορος ὅρος -ου, ὁ межа 8.7, 13.3, межі 8.5, 8.7; обмеження 4.10, 12.2; поняття 3.2; визначення 4.32, 9.6; окреслення 5.7
ορρωδεω ὀρρωδέω побоюватися 8.6
οσιος ὅσιος -α -ον благочестивий 8.8; ὁσίως adv. благочестиво 1.2
οσιοτης ὁσιότης -ητος, ἡ [ὅσιος] побожність 1.1
οσος ὅσος -η -ον [див. ὅς] усякий 1.4; pl. усі, що 8.7, 11.6; як багато 9.1; те, що 10.3, 11.6; ὅσον – наскільки 1.1; καθὅσον – наскільки 4.9, 4.20, 4.33, 5.6, 7.2, 8.9, 12.4, 13.3; оскільки 8.9, 9.2, 10.3; як 4.20; ἐφὅσον – наскільки 7.2
οσπερ ὅσπερ ἥπερ ὅπερ [ὅς, περ] n. як 1.5, 7.1, 7.2, 7.3; що 13.3
οστις ὅστις, ἥτις, ὅτι [ὅς, τις] всілякий 1.8; який 11.1
οτε ὅτε [ὅ, τε] conj. коли; ἔσθ᾽ ὅτε = ἔστιν ὅτε – буває, що 10.3
ουδαμη οὐδᾰμῇ [οὐδαμός] ніде 3.1, 4.28; ніколи 4.20
ουδαμος οὐδᾰμός -ή -όν [οὐδέ, ἀμός] n. ніщо 9.3; οὐδαμῶς adv. в жоден спосіб 4.20, 4.28
ουδαμου οὐδαμοῦ [οὐδαμός] ніде 4.34
ουδεις οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν [οὐδέ, εἷς] ніхто, ніщо; n. анітрохи 2.11
ουδεποτε οὐδέποτε [οὐδέ, πότε] ніколи
ουκουν οὐκοῦν [οὐκ, οὖν] отже
ουκουν οὔκουν [οὐκ, οὖν] отож
ουν οὖν отже, отож, тож; справді 13.1
ουπω οὔπω / οὔ πω ще не
ουρανιος οὐράνιος -α -ον /ᾰ/ / -ος -ον [οὐρανός] небесний
ουρανοπορια οὐρανοπορία -ας, ἡ [οὐρανοπορέω] небохід 4.4
ουρανος οὐρᾰνός -οῦ, ὁ небо
ους οὖς, ὠτός, τό вухо 1.8, 4.11; слух 1.8
ουσια οὐσία -ας, ἡ [див. εἰμί] сутність; буття; суть 2.7, 4.30, 7.2; сущість 1.1, 1.3, 2.7, 5.1, 5.2; істота 1.3, 5.8, 11.6; стихія 2.9; основа 4.20; κατοὐσίαν в сутності 2.10; по [своїй] суті 4.30
ουσιαρχια οὐσιαρχία -ας, ἡ [οὐσία, ἄρχω] Буттєначало 5.1
ουσιοποιος οὐσιοποιός -όν [οὐσία, ποιέω] буттєтворчий 1.4, 2.7, 5.1, 5.2, 5.4, 5.8, 5.9; надавати буття 5.8
ουσιοω οὐσιόω, contr. [οὐσία] давати існування 4.20; pass. взяти на себе сутність 2.6, 2.9, 2.10; стати сутністю 4.20
ουσιωδης οὐσιώδης -ες [οὐσία] буттєвий 8.3, 8.5, 9.10; бути 1.5; буття 4.2, 4.4; існуючий 1.4; істотний 2.3; сутнісний 4.7; яке належить до суті 4.2; по своїй суті 4.1; οὐσιωδῶς adv. сутнісно 2.8
ουσιωνυμια οὐσιωνυμία -ας, ἡ [οὐσία, ὄνομα] ім’я Сущий 5.1
ουσιωσις οὐσίωσις -εως, ἡ [οὐσιόω] наділяння буттям 2.5
ουτος οὗτος, αὕτη τοῦτο [ὁ, τό] цей; ἐν τούτῳ – тоді 3.1, 4.21; а втім 8.7; κατὰ τοῦτο – тому 4.20
οφειλω ὀφείλω [див. ὀφέλλω] inf. повинно 8.7
οφθαλμος ὀφθαλμός -οῦ, ὁ [див. ὄμμα] око
οφλισκανω ὀφλισκάνω [див. ὀφείλω] накликати на себе 8.6
οψις ὄψις -εως, ἡ [див. ὄσσομαι, ὄμμα] погляд 4.6
παγκαλος πάγκᾰλος -ον [πᾶς, καλός] всепрекрасний 4.7
παγκρατης παγκρᾰτής -ές [πᾶς, κράτος] вседержительний 10.1
παγκτησια παγκτησία -ας, ἡ [πᾶς, κτάομαι] всеволодіння 12.2, 12.3
παθος πάθος -εος, contr. -ους, τό /ᾰ/ [πάσχω] страждання 8.9; пристрасть 4.19, 11.5
παις παῖς παιδός, ὁ, ἡ дитина
παλαιος πᾰλαιός -ά -όν [πάλαι] πᾰλαιός ἡμερῶν – Ветхий деньми
παλαιοτης παλαιότης -ητος, ἡ [παλαιός] древність 4.4, 6.2
παλιν πάλιν /ᾰῐ/ [див. πόλος?] adv. знову, знову-таки, назад, зворотно, навпаки
παμμεγεθης παμμεγέθης -ες вкрай великий 4.4
παμμιγης παμμῐγής -ές [πᾶς, μίγνυμι] παμμιγῶς adv. всезмішано 11.1
παμφαης παμφαής -ές [πᾶς, φάος] всесвітлий 4.23, 7.1
παναγαθος πανάγαθος -ον всеблагий 3.1, 4.20
παναγιος πανάγιος -ια -ον /αα/ [πᾶς, ἅγιος] всесвятий 5.8
παναγνος πάναγνος -ον, ἡ /ᾰα/ [πᾶς, ἁγνός] всечистий 1.4, 3.1
παναιτιος πᾰναίτιος -ον [πᾶς, αἰτία] всеспричинюючий 1.7, 2.5, 4.2
πανειδεος πανείδεος -ον = πᾰνειδής
πανειδης πᾰνειδής -ές [πᾶς, εἶδος] маючий усякий вид 5.8
παννοητος παννόητος -ον [πᾶς, νοητός] n. всезбагненність 2.4
πανσθενης πανσθενής -ές [πᾶς, σθένος] всемогутній 6.2
πανσοφος πάνσοφος -ον [πᾶς, σοφός] всемудрий 1.1, 7.1
πανσχημος πάνσχημος -ον = πανσχήμων
πανσχημων πανσχήμων -ον, G. -ονος [πᾶς, σχῆμα] маючий усякий образ 5.8
πανταχου παντᾰχοῦ [πᾶς] всюди; у всіх відношеннях 10.3
πανταχως παντᾰχῶς [πᾶς] у будь-який спосіб 5.8
παντελης παντελής -ές вседосконалий 2.1, 2.3, 2.4, 4.20, 4.35, 10.1, 11.1, 11.2, 11.3, 12.2; досконалий 6.2, 12.2; цілковитий 4.20, 4.23, 4.27, 4.29, 11.2, 12.3; абсолютний 5.9; зовсім 9.2; загальний 1.8; всездійснюючий 1.7, 3.1, 4.4, 5.2; повний 2.4; παντελῶς adv. цілковито 4.21, 5.1, 8.3, 8.5, 11.5; досконало 5.6; зовсім 9.2
πάντη πάντη, πάντῃ [πᾶς] цілковито; цілком; сповна 4.20; в усьому 4.23, 4.32; у всіх відношеннях 10.3; зовсім 4.20, 4.32; точно 4.32; досконало 11.6
παντοδαπης παντοδαπής -ές = παντοδᾰπός
παντοδαπος παντοδᾰπός -ή -όν [πᾶς] всеможливий 6.3; всебічний 4.33; всілякий 7.4; різноманітний 11.2, найрізноманітніший 8.9; n. багатогранність 7.2
παντοδυναμος παντοδύναμος -ον /αῠᾰ/ [πᾶς, δύναμαι] всесильний 8.6
παντοιος παντοῖος -α -ον [πᾶς] παντοίως adv. всіляко 9.9
παντοκρατορικος παντοκρᾰτορικός -ή -όν [παντοκρατορία] вседержительний 4.4, 8.5, 10.1
παντοκρατωρ παντοκράτωρ, G. -ορος /αᾰ/ [πᾶς, κράτος] Вседержитель
παντως πάντως adv. зовсім 2.2, 8.8; повністю 9.8; абсолютно 4.16; доконечно 3.3, 4.28; звичайно 4.11; πάντως που – звичайно, що 8.9
παρα παρά G. від; поза; О.в. D. у; у присутності; наш 13.4 Acc. поза, окрім, як не те; всупереч, проти; над; у порівнянні з
παραβαλλω παραβάλλω [παρά, βάλλω] зіставляти 7.1
παραγω παράγω [παρά, ἄγω] приводити, призводити; виводити 4.4; появлятися 4.18; утворювати 8.2
παραγωγη παρᾰγωγή -ῆς, ἡ [παράγω] створення 1.5; походження 2.11
παραδειγμα παράδειγμα -ατος, τό [παραδείκνυμι] приклад 2.4, 2.8; первообраз 5.8, 5.9, 7.3
παραδειγματικος παραδειγμᾰτικός -ή -όν [παράδειγμα] зразок 4.7; взірцевий 4.10
παραδεικνυμι παραδείκνῡμι / παραδεικνύω [παρά, δείκνυμι] показувати 5.9
παραδιδωμι παραδίδωμι [παρά, δίδωμι] передавати 1.2, 1.3, 2.2, 7.2, 13.4; подавати 3.2; приписувати 8.1
παραδοξος παράδοξος -ον [παρά, δόξα] n. comp. що ще більш дивовижно 9.7
παραδοσις παράδοσις -εως, ἡ [παραδίδωμι] передання 1.4, 1.8, 2.4, 2.7, 13.4
παραδοχη παραδοχή -ῆς, ἡ [παραδέχομαι] передання 1.5
παραιρεω παραιρέω, contr. [παρά, αἱρέω] pass. бути позбавленим 4.19
παρακειμαι παράκειμαι [παρά, κεῖμαι] бути перед 4.11
παρακινεω παρακῑνέω, contr. [παρά, κινέω] захитати 1.3; порушувати 4.11
παρακτικος παρακτικός -ή -όν [παράγω] який призводить 5.2; який приводить 1.3
παραλαμβανω παραλαμβάνω [παρά, λαμβάνω] приймати 2.2; переймати 2.7, 2.9; сприймати 7.1
παραλειπω παραλείπω [παρά, λείπω] обходити мовчанням 3.3; не згадувати 13.4
παραλιος παράλιος -α -ον /ᾰᾰ/ [παρά, ἅλς] при морі 3.1
παραλογος παράλογος -ον [παρά, λέγω] суперечний розуму 7.1
παρανοια παράνοια -ας, ἡ [παρανοέω] безумство 6.2
παραπετασμα παραπέτασμα -ατος, τό [παραπετάννυμι] завіса 1.4
παραπολλυμι παραπόλλῡμι [παρά, ἀπόλλυμι] пропадати 10.1
παρατασις παράτασις -εως, ἡ [παρατείνω] тривалість 1.4, 10.3
παρατιθημι παρατίθημι [παρά, τίθημι] підносити 1.8; представляти 2.9
παρατρεχω παρατρέχω [παρά, τρέχω] παραδραμόν aor. part. n. мимохідь 4.4
παρατροπη παρατροπή -ῆς, ἡ [παρατρέπω] відвернення 4.23, 4.35
παραφθαρτικος παραφθαρτικός -ή -όν [παραφθείρω] те, що ушкоджує 1.3
παραφρων παράφρων -ον, G. -ονος [παρά, φρήν] безумний 4.35
παρειμι πάρειμι [παρά, εἰμί] imperf. παρῆν ‖ fut. παρέσομαι бути присутнім; бути наявним 3.1; бути 3.2
παρεργος πάρεργος -ον [παρά, ἔργον] ἐκ παρέργου – поверхово 3.2
παρευδοκιμεω παρευδοκιμέω, contr. [παρά, εὐδοκιμέω] mp вважати нижчим 8.8
παρεχω παρέχω [παρά, ἔχω] подавати 8.5; давати 4.19
παρθενικος παρθενικός -ή -όν [παρθένος] дівственний 2.9
παριστημι παρίστημι [παρά, ἵστημι] представляти 4.11
παρουσια παρουσία -ας, ἡ [πάρειμι 1] наявність 4.6, 4.20, 11.2
παρρησιαζω παρρησιάζω [παρρησία] сміливо казати 4.10; прямо казати 4.19; відверто казати 4.20
παρυποστασις παρυπόστᾰσις -εως, ἡ [παρά, ὑπόστασις] запозичене існування 4.31
παρυφιστημι παρυφίστημι [παρά, ὑφίστημι] співіснувати 4.20, здійснюватися 4.27
πας πασα παν πᾶς πᾶσα πᾶν увесь; всецілий 2.1; спільний 2.6; світ 4.10, 4.13; τὸ εἶναι πᾶν – буття взагалі 5.5
πασχω πάσχω перетерпіти 2.6; потерпіти 8.9; звідувати 2.9; зазнавати 2.10, 4.28; переживати 3.2; med. бути підвладним 4.21
πατηρ πᾰτήρ πατρός, ὁ Отець; батько 11.6
πατρια πατριά -ᾶς, ἡ [πατήρ] рід 1.4
πατριαρχια πατριαρχία -ας, ἡ [πατριάρχης] Джерело отцівства 2.8
πατρικος πατρῐκός -ή -όν [πατήρ] πατρικῶς adv. по-батьківськи 8.9
πατρις πατρίς -ίδος /ιῐ/ [πατήρ] вітчизна 4.11
πατροτης πατρότης -ητος ἡ [πατήρ] отцівство 2.8
παυσις παῦσις -εως, ἡ [παύω] переставання 4.23
πειθος πειθός -ή -όν переконливий 1.1
πειθω πείθω переконувати 2.2, 3.3; упевнювати 3.3; mp покладатися 1.1; perf. part. mp віруючий 7.4
πειραω πειράω, contr. [πεῖρα] намагатися 2.11
πεισμα πεῖσμα -ατος, τό канат 3.1
περαινω περαίνω [πέρας] здійснювати 4.8
περας πέρας -ατος, τό [див. πεῖραρ] межа 1.5, 4.10, 4.35, 5.10, 7.2; крайня межа 1.4, 13.1; кінець 1.7, 4.10, 5.7, 13.3; завершення 4.4, 13.4; кінцева ціль 4.10; кінцева мета 4.7; вершина 9.4; τὸ πέρας ἔχουσιν – обмежені 1.4
περατοω περᾰτόω, contr. [πέρας] мати завершення 5.8; визначати границі 11.1
περι περί G. про; щодо, стосовно Acc. навколо; довкола; коло; при; поблизу; щодо; стосовно; у відношенні; у, в; за; до
Περι δικαιου Περὶ δικαίου καὶ θείου δικαιωτηρίου Про справедливий і божественний суд 4.35
Περι των Περὶ τῶν ἀγγελικῶν ἰδιοτήτων καὶ τάξεων Про характерні риси та чини ангелів 4.2
Περι ψυχης Περὶ ψυχῆς Про душу 4.2
περιαγω περιάγω /ᾰ/ [περί, ἄγω] вести з собою 12.3
περιαιρεω περιαιρέω, contr. [περί, αἱρέω] віднімати 1.8
περιαπτω περιάπτω [περί, ἅπτω] прикладати 9.5
περιαυγαζω περιαυγάζω [περιαυγής] осявати 1.4
περιγραφω περιγράφω /ᾰ/ [περί, γράφω] описувати 2.1
περιελιξις περιέλιξις -εως, ἡ [περιελίσσω] коловорот 8.5
περιεχω περιέχω [περί, ἔχω] обіймати 4.6, 5.9, 9.2, 10.1; охоплювати 4.21, 9.9; пронизувати 2.4
περιθαλπω περιθάλπω [περί, θάλπω] зігріватися 6.3
περιθεω περιθέω [περί, θέω] огортати 12.2
περικαλυπτω περικᾰλύπτω [περί, καλύπτω] окутувати 1.4
περικειμαι περίκειμαι [περί, κεῖμαι] лежати довкруги 2.5; огортати 4.5
περικοσμιος περικόσμιος -ον [περίκοσμος] обіймаючий світ 1.6; довколосвітній 4.6
περιλαμβανω περιλαμβάνω [περί, λαμβάνω] охоплювати 3.2; обіймати 4.11, 13.3
περιληπτικος περιληπτικός -ή -όν [περιλαμβάνω] обіймаючий 1.5, 3.1; осягаючий 9.3; περιληπτικῶς adv. стисло 2.1
περιοδικος περιοδικός -ή -όν [περίοδος] періодичний 4.4
περιουσια περιουσία -ας, ἡ [περίειμι 1] наддостаток 6.2, 8.2, 8.6, 9.4, 11.2
περιοχη περιοχή -ῆς, ἡ [περιέχω] охоплюване 4.4; обіймаючий 4.35; простір 4.4; зміст 7.2; охорона 8.5; обняття 9.9
περιπλασσω περιπλάσσω, att. περιπλάττω [περί, πλάσσω] додавати 1.8; надавати 9.5
περιπορευομαι περιπορεύομαι [περί, πορεύω] обертатися 7.2; звершувати шлях 4.14
περισσεια περισσεία -ας, ἡ [περισσεύω] достаток 5.3
περισσος περισσός, att. περιττός -ή -όν [περί] особливий 3.3; непотрібний 4.11; περισσῶς / περιττῶς adv. уповні 2.8; обильно 4.5; особливо 5.3; περιττῶς λέγοντας – марнословлячи 3.2
περιστασις περίστᾰσις -εως, ἡ [περιίστημι] pl. злигодні 8.8
περισφιγγω περισφίγγω [περί, σφίγγω] обгортати 10.1
περιτιθημι περιτίθημι [περί, τίθημι] надавати 1.4; приписувати 9.5
περιχαρακοω περιχᾰρᾰκόω, contr. [περί, χαρακόω] огортати 4.11
περιχορευω περιχορεύω [περί, χορεύω] рухатися довкола 4.8
πετρα πέτρᾱ -ας, ἡ скеля 1.6, 3.1
πη πῃ у якийсь спосіб 13.2; πῇ μὲνπῇ δὲ – почасти … почасти 4.20; десь … деінде 5.8; частково … частково 10.3
πηγαιος πηγαῖος -α -ον [πηγή] першоджерельний 2.1, 2.7, 4.2, 4.6, 4.7, 9.2
πηγη πηγή -ῆς, ἡ джерело 2.5
πηγνυμι πήγνῡμι / πηγνύω perf. бути усталеним 9.8
πηλικος πηλίκος -η -ον /ῐ/ n. величина 4.10
πιστευω πιστεύω [πιστός] вірити; увірувати 7.4
πιστις πίστις -εως, ἡ [πιστός] віра 2.9, 4.35
πλαναω πλᾰνάω, contr. mp бути оманеним 4.6
πλανη πλάνη -ης, ἡ /α/ [див. πλανάω] омана 4.5, 7.4; блуканина 7.1
πλασις πλάσις -εως, ἡ /ᾰ/ [πλάσσω] ἐν πλάσει – складений 1.1
πλασσω πλάσσω, att. πλάττω [див. παλάμη?] зображати 10.2
πλατος πλάτος -εος, contr. -ους, τό /ᾰ/ [πλατύς] ширина 9.5
πλατος πλᾱτός -ή -όν [πελάζω] ширина
πλειων πλείων -ον [πολύς] comp. більший; численніший 5.3; διὰ πλειόνων – обширніше 2.3
πλεονεκτεω πλεονεκτέω, contr. [πλέον, ἔχω] мати перевагу 5.3
πληγη πληγή -ῆς, ἡ [див. πλήσσω] удар 8.6
πληθος πλῆθος -εος, contr. -ους, τό [див. πίμπλημι] багато [людей] 4.12; численне 2.11, 13.3; множинне 7.2, 13.2; множина 4.10; многота 11.1
πληθυνω πληθύνω /ῡ/ [πλῆθος] множитися 5.6; perf. part. численний 4.9; помножений 13.2
πληθυς πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] многота 4.18
πληθυσμος πληθυσμός -οῦ, ὁ [πληθύνω] помноження 2.11
πληθυω πληθύω [πληθύς] сповнювати 2.5; помножувати 2.11, 12.4
πλημμελεω πλημμελέω, contr. [πλημμελής] part. порушник 4.22
πλημμελης πλημμελής -ές [πλήν, μέλος] грішний 4.28; n. прогрішення 8.9
πλην πλήν [див. πέλας] проте 4.11
πληρης πλήρης -ες [πίμπλημι] повний 2.1; цілісний 2.11
πληροω πληρόω, contr. [πλήρης] наповнювати 5.9; сповнювати 8.9
πληρωμα πλήρωμα -ατος, τό [πληρόω] повнота 4.6
πλησιαζω πλησιάζω [πλησίος] наближатися 4.20, 5.3, 8.8; приближатися 3.1
πλησιος πλησίος -α -ον [πέλας] близький 5.3, 5.6
πλοκαμος πλόκᾰμος -ου, ὁ [πλέκω] волосся 1.8
πνευμα πνεῦμα Дух; вітер 1.6
πνευματικος πνευμᾰτικός -ή -όν [πνεῦμα] πνευματικῶς adv. духовно 2.8
πνευματοκινητος πνευματοκίνητος -ον /ᾰῑ/ [πνεῦμα, κινέω] натхнений Духом 1.1
ποθεν πόθεν [див. πόσος] звідки
ποθεω ποθέω, contr. прагнути 4.31, 5.2
ποθος πόθος -ου, ὁ [див. ποθέω] πόθῳ – бажаючи 13.3
ποιεω ποιέω робити; чинити, учиняти; спричинювати 4.20; поводитися 8.8
ποιημα ποίημα -ατος, τό [ποιέω] твір 4.4
ποιησις ποίησις -εως, ἡ [ποιέω] ділання 4.35, 8.2
ποιητικος ποιητικός -ή -όν [ποιητής] творящий; творчий 4.7; творителька 7.3, 9.10; який творить 5.8, 6.1; призвідник 2.8, 4.31
ποικιλια ποικιλία -ας, ἡ [ποικίλος] різноманіття 7.2; розмаїтість 7.4; багатоманітність 1.4, 12.4
ποικιλλω ποικίλλω [ποικίλος] part. різноманітний 4.9
ποικιλος ποικίλος -η -ον /ῐ/ різноманітний 9.5; різний 4.6; заплутаний 2.4
ποιος ποιός -ά -όν [див. πόσος] n. якість 4.10
ποιοτης ποιότης -ητος, ἡ [ποιός] якість 5.8
πολεμεω πολεμέω, contr. [πόλεμος] ворогувати 11.5
πολεμος πόλεμος -ου, ὁ [див. πελεμίζω] ворожнеча 11.1
πολιος πολιός -ή -όν [див. πελιός, πελιδνός] сивоволосий 10.2
πολλακις πολλάκις /ᾰῐ/ [πολύς] часто; багато раз; не раз 4.12
πολλαπλασιαζω πολλαπλᾰσιάζω [πολλαπλάσιος] помножувати 2.5, 5.8, 11.1; ставати численним 2.11
πολλαπλασιασμος πολλαπλᾰσιασμός -οῦ, ὁ [πολλαπλασιάζω] помноження 2.11
πολλαχου πολλᾰχοῦ [див. πολύς] багато раз 8.1
πολλοστος πολλοστός -ή -όν [πολύς] слабенький 4.4
πολυγονια πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] щедрородючість 6.3, 9.5
πολυειδης πολυειδής -ές [πολύς, εἶδος] у багатьох виглядах 9.1, 9.5
πολυθρυλητος πολυθρύλητος -ον [πολύς, θρυλέω] n. те, про що багато балакають 4.28
πολυκινησιη πολῠκῑνησίη -ης, ἡ [πολυκίνητος] велика рухливість 4.4
πολυκινητος πολυκίνητος -ον /ῠῑ/ [πολύς, κινέω] часто ворохобний 11.5
πολυπλασιασμος πολυπλᾰσιασμός -οῦ, ὁ [πολυπλασιάζω] помноження 9.5
πολυπραγμονεω πολυπραγμονέω, contr. [πολυπράγμων] вивідувати з цікавості 3.3
πολυς πολύς (ion. πολλός) πολλή πολύ (ion. πολλόν) багато; численний, численне; многота; довгочасний 2.9; сильний 2.11; ревний 4.13; πολλῳ – значно 4.10, 4.19; ἐπὶ πολύ – далеко 10.2
πολυσχηματος πολυσχήμᾰτος -ον [πολύς, σχῆμα] у багатьох образах 9.1
πολυσχημος πολύσχημος -ον = πολυσχήμᾰτος
πολυυμνητος πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] багатооспівуваний 7.1
πολυφωνος πολύφωνος -ον /ῠ/ [πολύς, φωνή] n. багатомовність 2.4
πολυφωτος πολύφωτος -ον [πολύς, φῶς] вельми сяючий 3.1
πολυωνυμια πολυωνῠμία -ας, ἡ [πολυώνυμος] багатоймення 1.8
πολυωνυμος πολυώνῠμος -ον [πολύς, ὄνομα] багатойменний 1.6, 7.1, 10.1; πολυωνύμως adv. багатойменно 1.6
πονηρος πονηρός -ά -όν [πόνος] поганий
πορευω πορεύω [πόρος] ходити 2.9, 5.9; проникати 9.1
πορρω πόρρω / πρόσω [πρό, див. ὀπίσω] далеко; ἀεὶ τὸ πρόσω – щораз далі 3.1
ποσος ποσός -ή -όν [див. πόσος] τὸ ποσόν – кількість 4.10
ποτε πότε [див. πόσος] будь-коли 11.6
ποτε ποτε [див. πόσος] adv. indef. encl. коли 1.2; зрештою 11.6
ποτηριον ποτήριον -ου, τό [ποτήρ] чаша 1.8
πους πούς ποδός, ὁ нога 1.8, 2.9, 9.5
πραγμα πρᾶγμα -ατος, τό [πράσσω] річ 4.19, 6.2; діло 13.4; [стан] справ 13.3
πραγματεια πραγμᾰτεία -ας, ἡ [πραγματεύομαι] твір 1.4, 4.35; тема 1.8; питання 3.2
πρακτικευομαι πρακτικεύομαι [πράσσω] πρακτικεύεσθαι – діяння 4.10
πρασσω πράσσω /ᾱ/, att. πράττω [див. πέρνημι, πείρω] чинити
πρεσβειον πρεσβεῖον -ου, τό [πρέσβυς] вищий рівень 5.8
πρεσβευω πρεσβεύω [πρέσβυς] вшановувати 1.8; почитати 9.7; ставити на перше місце 4.11
πρεσβυς πρέσβυς -εως, ὁ compar. вищий 11.1; superl. найвищий 2.9, 3.2, 5.8; найповажніший 4.4, 4.20; важливий 5.6
πρεσβυτερος πρεσβύτερος [див. πρέσβυς] старший 4.2, 5.5; старець 10.2
πρεσβυτικος πρεσβῡτικός -ή -όν [πρέσβυς] пресвітерський 3.2; гідний пресвітера 3.2; πρεσβυτικῶς adv. як належить пресвітеру 3.2
πριν πρίν раніш
προ πρό перед; передше; раніше, раніш; передуючий 7.1; πρὸ αἰῶνος – предвічний 10.3
προαγω προάγω /ᾰ/ [πρό, ἄγω] виводити 2.7, 10.1
προαγωγη προαγωγή -ῆς, ἡ [προαγωγός] виведення [до буття] 2.11
προαγωγικος προᾰγωγικός -όν [προαγωγός] двигун 4.14
προαιρεω προαιρέω, contr. [πρό, αἱρέω] вибирати 4.1
προαιωνιος προαιώνιος -ον [πρό, αἰών] προαιωνίως adv. предвічно 5.4
προβαινω προβαίνω [πρό, βαίνω] прямувати 11.2
προβαλλω προβάλλω [πρό, βάλλω] випромінювати 4.2; передувати 5.5; подавати 5.6; закладати 7.3
προβολευς προβολεύς -έως, ὁ [προβολή] спричинник 4.14
προδιαγιγνωσκω προδιαγιγνώσκω [πρό, διαγιγνώσκω] попередньо визначати 2.11
προδιοριζω προδιορίζω [πρό, διορίζω] наперед окреслювати 2.11; раніш окреслювати 1.1
προειμι πρόειμι 1 [πρό, εἰμί] imperf. προῆν / fut. προέσομαι передіснувати; προεῖναι – передбуття 5.5; Προὼν – Передсущий 5.5, 5.8, 5.10
προειμι πρόειμι 2 [πρό, εἶμι] imperf. προῄειν прямувати вперед 2.11, 4.14; переходити 1.8; проходити 10.2; виходити 4.8, 4.9, 4.21, 8.5, 9.9, 11.1, 11.6; відходити далі 5.6; сходити 5.10, 11.2; виступати 5.9
προεισαγω προεισάγω [πρό, εἰσάγω] раніш викладати 4.12
προενειμι προένειμι [πρό, ἔνειμι] наперед бути в 2.8
προεπινοεω προεπινοέω, contr. [πρό, ἐπινοέω] завбачати 13.3
προερεω προερέω = προείρω [πρό, εἴρω] сказати (раніше) 7.1
προερχομαι προέρχομαι [πρό, ἔρχομαι] походити 9.9; відходити 10.2; виходити 5.6, 11.6
προεχω προέχω [πρό, ἔχω] наперед мати; наперед посідати 4.6, 4.7, 5.8
προηγεομαι προηγέομαι, contr. [πρό, ἡγέομαι] part. передуючий 9.6
προθυρον πρόθῠρον -ου, τό [πρό, θύρα] перед дверима 5.8
προιδρυω προἱδρύω мати передоснову
προιδρυω προϊδρύω [πρό, ἱδρύω] мають передоснову 4.13
προκαταρχω προκατάρχω [πρό, κατάρχω] мати першість 2.11, 4.16
προλαμβανω προλαμβάνω [πρό, λαμβάνω] наперед мати 5.4, 5.8, 7.2, 7.4, 9.10, 13.3; наперед містити 1.4, 1.7
προληπτικος προληπτικός -ή -όν [προλαμβάνω] наперед маючий 1.5
προληψις πρόληψις -εως, ἡ [προλαμβάνω] упередження 4.12
προνοεω προνοέω, contr. [πρόνοος] піклуватися 4.8, 4.33, 9.9; pass. бути під промислом 4.13, 4.33; бути спричиненим 1.8; part. mp підопічний 12.3
προνοητικος προνοητικός -ή -όν [προνοέω] піклувальний 4.33, 9.9, 11.6; який піклується 5.7; προνοητικῶς adv. піклуючись 4.10, 4.24, 12.4; через промисел 9.5
προνοια πρόνοια -ας, ἡ промисел, піклування
προοδος πρόοδος -ου, ἡ [πρό, ὁδός] виходження, ісходження; прямування вперед 8.5; рух (вперед) 11.1; прояв 13.2
προοριζω προορίζω [πρό, ὁρίζω] напередпризначити 5.8, 11.5
προορισμος προορισμός -οῦ, ὁ [προορίζω] напередпризначення 5.8
προπετης προπετής -ές [προπίπτω] невгамовний 4.23
προς πρός G. О.в.; з, із; від; внаслідок; для; до; відповідно до D. πρὸς τούτῳ – крім того 2.3 Acc. до; на; перед; для; з огляду на; у відношенні до; відносно; із, з; між; у порівнянні; у, в; щоб; проти
προσαγορευω προσαγορεύω [πρός, ἀγορεύω] називати 4.13, 10.3
προσαγω προσάγω /ᾰ/ [πρός, ἄγω] підводити 2.7; приводити 3.3; наближувати 3.1
προσειμι πρόσειμι [πρός, εἰμί] відноситися 2.1; бути присутнім 13.3
προσεπιμαρτυρεω προσεπιμαρτυρέω [πρός, ἐπιμαρτῠρέω] підпирати 11.5
προσετι προσέτι [πρός, ἔτι] крім того 3.2
προσεχης προσεχής -ές [προσέχω] προσεχῶς adv. старанно 3.3
προσεχω προσέχω [πρός, ἔχω] звертати увагу 4.11
προσηγορος προσήγορος -ον [πρός, ἀγορεύω] привітний 4.21
προσηκω προσήκω [πρός, ἥκω] подобати 4.23; належати 4.23; бути спорідненим 5.10; part. належний 4.34, 4.35, 8.7, 12.1
προσηνης προσηνής -ές [див. πρηνής] люб’язний 4.21, приязний 4.25
προσιημι προσίημι [πρός, ἵημι] підпускати 4.25
προσπαθεια προσπάθεια -ας, ἡ /ᾰα/ [προσπαθής] пристрасть 8.8
προσπασχω προσπάσχω [πρός, πάσχω] перейматися 4.11
προσρητεος προσρητέος -α -ον [προσείρω] n. adj. verb. належить називати 7.2, 10.2, 12.3
προσυλλαμβανω προσυλλαμβάνω [πρό, συλλαμβάνω] наперед осягати 7.2; наперед обіймати 13.2
προσυλος πρόσῡλος -ον [πρός, ὕλη] звернений до матерії 4.18, 8.8
προσυπακουω προσυπᾰκούω [πρός, ὑπακούω] розуміти 10.3, 13.4
προσφερω προσφέρω [πρός, φέρω] вживати 13.3
προσωπον πρόσωπον -ου, τό [πρός, ὤψ] обличчя 1.8
προτελειος προτέλειος -ον [πρό, τέλος] той, який передує досконалості 2.10; передуючий досконалості 7.2
προτερος πρότερος -α -ον [πρό] compar. передуючий 4.12, 4.13; передший 4.19; попередній 7.3; важливіший 4.10
προτιθημι προτίθημι [πρό, τίθημι] представляти 3.2, 8.6
προτιμαω προτῑμάω, contr. [πρότιμος] надавати перевагу 13.3
προτρεπω προτρέπω [πρό, τρέπω] схиляти 3.2
προυπαρχω προϋπάρχω [πρό, ὑπάρχω] передіснувати 4.10
προυφιστημι προϋφίστημι [πρό, ὑφίστημι] передіснувати 1.4, 4.7, 4.12, 5.6, 5.8, 6.3, 7.2; перш установлювати 5.5
προφανης προφᾰνής -ές [προφαίνω] очевидний 6.2
προφητης προφήτης -ου, ὁ [πρόφημι] пророк
Προων Προὼν [πρόειμι – πρό, εἰμί] Передсущий 5.5, 5.8, 5.10
πρωτιστος πρώτιστος -η -ον [πρῶτος] найперший 2.9, 12.4
πρωτος πρῶτος -η -ον [πρό] перший 3.1, 4.4; передніший 4.12, 4.13; πρῶτα adv. спершу 4.5, 6.2; πρῶτον adv. спершу; передше 5.5; перше 11.2; перш за все 4.19, 11.6; по-перше 13.4; тільки 4.23; πρώτως adv. первинно 11.6; спершу 11.6; насамперед 13.3
πτερον πτερόν -οῦ, τό крило 1.8
πυθμην πυθμήν -ένος, ὁ підвалина 4.4, 10.1
πυλη πύλη -ης, ἡ pl. врата 10.3
πυνθανομαι πυνθάνομαι запитувати 11.6
πυρ πῦρ πῠρός, τό вогонь
πυριος πύριος -ον /ῠ/ [πῦρ] вогневий 1.8
πυρσος πυρσός -οῦ, ὁ [πῦρ] світоч 2.4
πως πως [див. πόσος] у якийсь спосіб 1.4, 5.4
ρευστος ῥευστός -ή -όν [ῥέω] плинний 4.1
ρητεος ῥητέος -α -ον [ῥητός] n. -έον n. adj. verb. слід сказати; треба сказати 6.2; слід назвати 9.5; слід називати 9.6; належить підкреслити 2.1
ρητος ῥητός -ή -όν [див. εἴρω] сказаний 1.8; вимовний 11.1; те, що можна сказати 3.3
ριζα ῥίζα -ης, ἡ корінь 10.1
σαλος σάλος -ου, ὁ збентеження 1.3
σαφης σᾰφής -ές [див. σάφα] виразний 2.6; ясний 3.2; зрозумілий 4.11; σαφῶς adv. ясно 2.4; точно 2.11
σεβας σέβας, τό [σέβω] благоговіння 2.1
σειρα σειρά -ᾶς, ἡ ланцюг 3.1
σεπτος σεπτός -ή -όν [σέβω] священний 10.3; шанобливий 13.3
σημαινω σημαίνω [σῆμα] значити 4.11; означати 10.2; мати значення 4.11; позначати 4.11; указувати 9.5
σημειον σημεῖον -ου, τό [σῆμα] знак, відмітка; точка 5.6
σιγη σῑγή -ῆς, ἡ [див. σῖγα] мовчання 1.3; безмовність 4.2, 4.22
σκαιος σκαιός -ά -όν безглуздий 4.11
σκαιοτης σκαιότης -ητος, ἡ [σκαιός] невігластво 3.2
σκεδαννυμι σκεδάννῡμι [див. σκίδνημι] розсіювати 4.4
σκελος σκέλος -εος, contr. -ους, τό гомілка 9.5
σκιαμαχεω σκῐᾱμᾰχέω, contr. [σκιά, μάχομαι] удавати боротьбу 8.6
σκληρος σκληρός -ά -όν [див. σκέλλω] твердий 2.6
σκοπεω σκοπέω, contr. [σκοπός] робити дослідження 1.8
σκοπος σκοπός -οῦ, ὁ [див. σκέπτομαι] ціль; намір 4.16; замір 4.19; ἁμαρτάνω σκοποῦ – помилитися 7.2; οὐκ ἀπὸ σκοποῦ – не всупереч 8.9
σκοτεινος σκοτεινός -ή -όν [σκότος] n. темрява 4.32
σκοτος σκότος -ου, ὁ темрява 4.5, 4.24; темнота 7.2
σκοτοω σκοτόω, contr. [σκότος] темніти 4.24
σμικρος σμῑκρός = μῑκρός -ά -όν малий 9.3
σμικροτης σμικρότης = μικρότης -ητος, ἡ [μικρός] малість 9.1
σοφια σοφία -ας, ἡ [σοφός] мудрість; Премудрість
σοφιστικος σοφιστικός -ή -όν [σοφιστής] хитромудрий 4.35
σοφοδοτις σοφοδότις -ιδος мудрістьдаючий 5.2
σοφοδωρος σοφόδωρος -ον [σοφός, δῶρον] даруючий мудрість 2.7
σοφοποιησις σοφοποίησις -εως, ἡ [σοφοποιέω] наділяння мудрістю 2.5
σοφος σοφός -ή -όν премудрий 1.4, 1.6, 7.1; мудрий 6.2, 7.1; мудрець 8.6; n. Премудре 2.1, Мудре 2.3
σπευδω σπεύδω старатися 2.2, 2.6, 4.11, 8.6
σπουδη σπουδή -ῆς, ἡ [див. σπεύδω] ревність 3.2
σταθερος στᾰθερός -ά -όν [див. σταθμός] сталий 9.9; стійкий 11.3; n. сталість 7.1; σταθερῶς adv. стало 9.4
στασιαζω στᾰσιάζω [στάσις] повставати 4.19
στασις στάσις -εως, ἡ /α/ [ἵστημι] стояння; стан 1.5, 8.8; сталість 4.10, 9.8, 9.9
στερεω στερέω, contr. позбавляти 4.20, 4.32, 4.33
στερησις στέρησις -εως, ἡ [στερέω] позбавленість 4.20, 4.32, 7.1; утрата 4.23, 4.27, 4.26, 8.9; брак 4.29, 4.35, 8.6; вилучення 7.1
στεφανος στέφᾰνος -ου, ὁ [στέφω] вінець 1.8
στηθος στῆθος -εος, contr. -ους, τό груди 9.5
στοιχειον στοιχεῖον -ου, τό [στοῖχος] буква 4.11; первень 4.10; стихія 8.5
στοιχειοω στοιχειόω, contr. [στοιχεῖον] навчати першооснови 3.2
στοιχειωδης στοιχειώδης -ες [στοιχεῖον] закладаючий першооснова 4.10
στοιχειωτικος στοιχειωτικός -ή -όν [στοιχειόω] основа 13.3
στομα στόμα -ατος, τό уста
στοχαζομαι στοχάζομαι [στόχος] слідувати 8.6
συγγενης συγγενής -ές [συγγίγνομαι] найближчий 4.1
συγγιγνομαι συγγίγνομαι [σύν, γίγνομαι] зближуватися 4.24
συγγιγνωσκω συγγιγνώσκω [σύν, γιγνώσκω] бути згідним 10.3; mp бути відомим 13.3
συγγνωστος συγγνωστός -όν [συγγιγνώσκω] прощений 4.35
συγγραφω συγγράφω /ᾰ/ [σύν, γράφω] писати 3.3; написати 3.2
συγκεραννυμι συγκεράννῡμι [σύν, κεράννυμι] змішувати 2.4; сполучати 11.2
συγκρασις σύγκρᾱσις -εως, ἡ [συγκεράννυμι] сполучення 4.7
συγκρατικος συγκρᾱτικός -ή -όν [συγκεράννυμι] сполучальний 4.12, 4.15
συγκρισις σύγκρῐσις -εως, ἡ [συγκρίνω] сполучення 4.10
συγχεω συγχέω [σύν, χέω] зливати 2.2, 2.4
συγχυσις σύγχυσις -εως, ἡ [див. συγχέω] злиття 2.2
συγχωρεω συγχωρέω, contr. [σύν, χωρέω] погоджуватися 5.9; дозволяти 8.9
συγχωρητεος συγχωρητέος -α -ον [συγχωρέω] n. треба визнати 5.8, слід дозволити 5.8, 9.9
συζευγνυμι συζεύγνῡμι [σύν, ζεύγνυμι] mp бути взаємозв’язаними 11.2
συζυγης συζῠγής -ές [συζυγέω] спряжений 6.2
συλλαβη συλλᾰβή -ῆς, ἡ [συλλαμβάνω] звукосполучення 4.11
συλλαμβανω συλλαμβάνω [σύν, λαμβάνω] охоплювати 2.10, 4.6, 5.4; обіймати 4.7; осягати 7.2; з’єднувати 5.7; συνειλημμένως – сукупно 5.6; συλλαβών – узагальнено 4.10; коротко 4.20
συλληβδην συλλήβδην [συλλαμβάνω] коротко 2.1
συλληπτικος συλληπτικός -ή -όν [συλλαμβάνω] включаючий 1.5
συμβαινω συμβαίνω [σύν, βαίνω] perf. part. властивість 13.2; κατὰ συμβεβηκός – як акциденція 4.32
συμβαλλω συμβάλλω [σύν, βάλλω] med. сприяти 4.4
Συμβολικη Συμβολικὴ θεολογία Символічне богословіє 1.8, 4.5, 9.5, 13.4
συμβολικος συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] символічний 1.6
συμβολον σύμβολον -ου, τό [συμβάλλω] символ 1.4, 4.9, 9.5; позначення 9.5
συμμαχος σύμμᾰχος -ον [σύν, μάχη] підтримка 6.2
συμμετρια συμμετρία -ας, ἡ [συμμετρέω] пропорційність 4.23
συμμετρος σύμμετρος -ον [σύν, μέτρον] співмірний 1.2; у міру сил 3.2; συμμέτρως adv. у належній мірі 1.3
συμμιγης συμμῐγής -ές [συμμείγνυμι] змішаний 8.9; спільний 2.5
συμμικτος σύμμικτος / σύμμ(ε)ικτος -ον [συμμείγνυμι] змішуваний 4.9; мішаний 6.2
συμμυω συμμύω [σύν, μύω] бути закритим 4.5
συμπαθεια συμπάθεια -ας, ἡ /ᾰα/ [συμπαθής] замилування 2.9
συμπερασμα συμπέρασμα -ατος, τό [συμπεραίνω] завершення 5.8
συμπεριεχω συμπεριέχω [σύν, περιέχω] доходити розумом 7.2
συμπληροω συμπληρόω, contr. [συμπλήρης] творити 9.6
συμπληρωσις συμπλήρωσις -εως, ἡ [συμπληρόω] довершення 4.19; довершеність 4.28
συμπλοκη συμπλοκή -ῆς, ἡ [συμπλέκω] сплетіння 11.2
συμπνοια σύμπνοια -ας, ἡ [συμπνέω] однодушність 7.3
συμπτυκτικος συμπτυκτικός -ή -όν [συμπτύσσω] обіймаючий 11.1
συμπτυσσω συμπτύσσω [σύν, πτύσσω] єднатися 1.4; part. сукупний 4.16
συμφυης συμφῠής -ές [συμφύω] συμφυῶς adv. відповідно до природи 4.16
συμφυια συμφῠΐα -ας, ἡ [συμφυής] згода 11.1; згуртованість 11.2
συμφυλος σύμφῡλος -ον [σύν, φυλή] споріднений 13.3
συμφυρω συμφύρω /υῡ/ [σύν, φύρω] змішувати 2.4, 9.5; перемішувати 11.1
συμφωνεω συμφωνέω, contr. [σύμφωνος] бути у згоді 13.3
συμφωνια συμφωνία -ας, ἡ [σύμφωνος] злагода 11.2
συμφωνος σύμφωνος -ον [σύν, φωνή] у гармонії 2.10
συναγω συνάγω /α/ [σύν, ἄγω] збирати 1.8, 4.4, 4.6, 4.7, 4.9, 4.17, 7.2; зводити 1.4, 4.17, 11.2, 12.4, 13.3; зводити разом 4.16; об’єднувати 8.5, 11.2; укладати 2.9, 3.2
συναγωγη συνᾰγωγή -ῆς, ἡ [συνάγω] згуртовування 11.2
συναγωγος συνᾰγωγός -όν [συνάγω] те, що збирає 4.6; єднальний 11.1
συναιδιος συναΐδιος -ον [σύν, ἀΐδιος] співвічний 10.3
συναιρεω συναιρέω, contr. [σύν, αἱρέω] звужувати 4.16; збирати 13.4; συνελόντι δὲ φάναι – коротко кажучи 4.30; συνελόντα εἰπεῖν – коротко кажучи 11.6
συναισθανομαι συναισθάνομαι [σύν, αἰσθάνομαι] усвідомлювати 3.3
συναπτω συνάπτω [σύν, ἅπτω] поєднувати 1.1; лучити 13.3; дотикатися 7.1; зв’язувати 7.3
συναφη συνᾰφή -ῆς, ἡ [συνάπτω] контакт 11.2
συνδεσις σύνδεσις -εως, ἡ [συνδέω] з’єднання 4.10; зв’язок 8.5
συνδετικος συνδετικός -ή -όν [συνδέω] зв’язуючий 4.12
συνδεω συνδέω [σύν, δέω 1] зв’язувати 11.2
συνεκτικος συνεκτικός -ή -όν [συνέχω] утримуючий 1.7; συνεκτικῶς adv. утримуючи 4.10
συνελιξις συνέλιξις -εως, ἡ [συνελίσσω] нарис 3.2; обертання 4.2, 4.9, 4.14; звивання 7.2
συνελισσω συνελίσσω, att. συνελίττω [σύν, ἑλίσσω] вивести 4.16
συνεξερχομαι συνεξέρχομαι [σύν, ἐξέρχομαι] виходити разом 2.4
συνεπισπαω συνεπισπάω, contr. [σύν, ἐπισπάω] поглинати 2.4
συνεπομαι συνέπομαι [σύν, ἕπομαι] слідувати 10.3
συνεργεω συνεργέω, contr. [συνεργός] співпрацювати 11.5
συνερχομαι συνέρχομαι [σύν, ἔρχομαι] сходитися, зійтися 3.2
συνεσις σύνεσις -εως, ἡ [συνίημι] розуміння 7.1
συνεχω συνέχω [σύν, ἔχω] утримувати; підтримувати 8.2, 12.3; затримувати 4.11; зв’язувати 4.4, 4.7; містити 5.8, 10.1; осягати 7.2; обіймати 12.2; inf. утримування 9.9; mp бути огорнутим 4.4; бути охопленим 4.4; триматися разом 11.2
συνηθης συνήθης -ες, G. -εος, contr. -ους [σύν, ἦθος] звичайний 7.1
συνιημι συνίημι [σύν, ἵημι] врозумитися 4.35
συνιστανω συνιστάνω / συνιστάω = συνίστημι
συνιστημι συνίστημι [σύν, ἵστημι] існувати 5.5, 9.8; усталювати 8.9; ставатися 4.4
συνοικια συνοικία -ας, ἡ [σύνοικος] спільнота 11.1
συνοπαδος συνοπᾱδός -όν [σύν, ὀπαδός] послідовник 13.4
συνοπτικος συνοπτικός -ή -όν [див. συνοράω] загальний 3.2; узагальнений 3.2; всеохопний 3.2; здатний зріти 7.2; συνοπτικῶς adv. узагальнено 3.3
συνοραω συνοράω, contr. [σύν, ὁράω] збагнути 2.9
συνοχη συνοχή -ῆς, ἡ [συνέχω] утримування 1.7, 4.1, 4.4, 4.10; зв’язок 4.7, 4.13; огорнення 10.1, 11.2
συνοχικος συνοχικός -ή -όν [σύνοχος] який підтримує 1.3, 6.1, 12.3; утримання 4.10; συνοχικὸν – хоронитель 4.10
συντασσω συντάσσω, att. συντάττω [σύν, τάσσω] установлювати 13.3; сполучати 9.4; mp бути разом уставленими 4.21
συντελεω συντελέω, contr. [σύν, τελέω] завершувати 4.19
συντιθημι συντίθημι [σύν, τίθημι] складатися 1.4
συντροφος σύντροφος -ον [συντρέφω] звиклість 7.1
συνυφιστημι συνυφίστημι [σύν, ὑφίστημι] співіснувати разом 5.6
συστελλω συστέλλω [σύν, στέλλω] смиряти 1.1; скривати 13.4
σφοδρα σφόδρα [σφοδρός] вельми
σφραγις σφρᾱγίς -ῖδος, ἡ печатка 2.5, 2.6
σχεδον σχεδόν [див. ἔχω] майже 1.4
σχεσις σχέσις -εως, ἡ [ἔχω] посідання 4.23
σχημα σχῆμα -ατος, τό [див. ἔχω] вид 1.1; образ 9.5; уклад 9.5
σχολη σχολή -ῆς, ἡ adv. σχολῇ που – навряд щоб 7.2
σωζω σῴζω / σαόω [див. σῶς] зберігати 4.19, 5.5; берегти 4.23; part. mp спасенний 8.9
σωμα σῶμα -ατος, τό тіло; ἐν σώματι – тілесний 2.4; в тілесному світі 2.4
σωματικος σωμᾰτικός -ή -όν [σῶμα] тілесний 2.9; тіла (Р.в. одн.) 9.5
σωματοειδης σωμᾰτοειδής -ές [σῶμα, εἶδος] σωματοειδῶς adv. у вигляді тіла 9.5
σωματοπρεπης σωματοπρεπής -ές тілесний 4.12
σωστικος σωστικός -ή -όν [σῴζω] спасенний 1.1; спасаючий 8.9; той, що оберігає 4.28, 4.33; σωστικῶς adv. спасаючи 4.24, 8.9
σωτηρια σωτηρία -ας, ἡ [σωτήρ] спасіння 1.6, 9.5
σωφρονιστης σωφρονιστής -οῦ, ὁ [σωφρονίζω] той, що напоумляє 4.22
σωφροσυνη σωφροσύνη -ης, ἡ [σώφρων] ціломудріє
σωφρων σώφρων -ον, G. -ονος [σῶς, φρήν] благорозумний 1.3; цнотливий 4.19; σωφρόνως adv. благорозумно 1.2
ταγαθον τἀγαθόν = τὸ ἀγαθόν
τακτεος τακτέος -α -ον [τάσσω] τακτέον adj. verb. слід відносити 7.2
ταξις τάξις -εως, ἡ [τάσσω] порядок, чин, устрій
τασσω τάσσω, att. τάττω установлювати 4.4; вкладати 4.12; відноситися 4.12; упорядковувати 8.7; приводити до чину 8.9; part. mp упорядкований 5.5
ταυτη ταύτῃ таким чином 4.14; так 13.3, 13.4; отож 7.2
ταυτοειδης ταὐτοειδής -ές [ταὐτό, εἶδος] ταὐτοειδῶς adv. так само 9.4
ταυτολογια ταὐτολογία -ας, ἡ [ταὐτολόγος] повторення 3.2
ταυτος ταὐτός -ή -όν [τό, αὐτός] той самий, такий самий, тотожний; n. те саме 4.9, 4.19; той самий 9.1; той самий стан 9.9; ταὐτῶς adv. так само
ταυτοτης ταὐτότης -ητος, ἡ [ταὐτός] тотожність; той самий стан
τελε(ι)ος τέλε(ι)ος -α -ον [τέλος] досконалий; звершений 13.1; n. досконалість 8.7; звершеність 4.25; τελείως / τελέως adv. досконало 4.20
τελε(ι)οω τελε(ι)όω, contr. [τέλειος] удосконалювати 2.11, 4.4, 13.3; довершувати 4.10; доводити до зрілості 5.8
τελειοδυναμος τελειοδύναμος -ον [τέλειος, δύναμις] n. pl. бездоганні сили 8.7
τελειον τέλειον / τέλεον τό досконалість 8.7
τελειοτης τελειότης -ητος, ἡ [τέλειος] досконалість; завершеність 4.10; повнота 4.24, 8.9
τελειωσις τελείωσις / τελέωσις -εως, ἡ [τελειόω] довершення 1.7, 7.2
τελειωτικος τελειωτικός -ή -όν [τελειόω] довершуючий 1.7; той, що удосконалює 4.6
τελεσιουργεω τελεσιουργέω, contr. [τελεσιουργός] удосконалювати 4.4; робити досконалим 13.1
τελεσιουργος τελεσιουργός -ον [τέλος, ἔργον] звершення 4.2
τελεταρχης τελετάρχης -ου, ὁ [τελετή, ἄρχω] джерело досконалості 2.10
τελεταρχια τελεταρχία -ας, ἡ [τελετάρχης] джерело досконалості 1.3
τελευτη τελευτή -ῆς, ἡ [див. τέλος] завершення 5.8, 5.10; кінець 5.10
τελεω τελέω, contr. [τέλος] mp удосконалюваний 1.3
τελικος τελικός -ή -όν [τέλος] кінцевий 4.7; цільовий 4.10
τελος τέλος -εος, contr. -ους, τό [див. τελαμών, *τλάω ?] кінець; кінцева мета 4.19; звершення 4.4; завершення 7.3, 12.1
τεμνω τέμνω розсікати 4.2
τεχνη τέχνη -ης, ἡ [див. τέκτων] мистецтво 4.30
τηρεω τηρέω, contr. [див. τημελέω?] охороняти 4.11
τιθημι τίθημι /ῐι/ ставити, класти; вважати 11.6
τιμαω τῑμάω, contr. [τιμή] шанувати 1.3, 4.11
τιμιος τίμιος -α -ον /ῑι/ [τιμή] цінний 4.11
τιμωρητεος τῑμωρητέος -α -ον [τιμωρέω] adj. verb. має бути караним 4.35
τιμωρητος τιμωρητός -όν [τιμή, див. ὁράω] караний 4.35
τοιγαρ τοιγάρ [τοι, γάρ] τοιγαροῦν – отже 1.1, 10.3
τοινυν τοίνῠν [τοι, νύν] отже 8.2, 8.6
τοιοσδε τοιόσδε -άδε -όνδε [τοῖος] такий 4.11
τοιουτος τοιοῦτος -αύτη -οῦτο (/ -οῦτον) [τοῖος, οὗτος] такий; такий от 4.12
τολμαω τολμάω, contr. [τόλμα] насмілюватися 2.1; дерзати 3.3; наважуватися 4.7
τολμητεον τολμητέον [τολμάω] adj. verb. сміти 1.1, 1.2; слід наважитися 4.13
τοπικος τοπικός -ή -όν [τόπος] у просторі 9.9
τοπος τόπος -ου, ὁ місце 3.1, 9.2
τοσουτος τοσοῦτος -αύτη -οῦτο [τόσος, οὗτος] такий (же); n. настільки 1.1; тільки 5.1; κατὰ τοσοῦτον – настільки 4.20, 12.4; n. pl. стільки 13.1
τοτε τότε [τό, τε] тоді 4.20
τρανης τρᾱνής -ές ясний 4.11
τρεφω τρέφω живити 4.4, 4.28, 5.8
τριαδικος τρῐᾰδῐκός -ή -όν [τριάς] троїчний 1.5, 13.3
τριας τρῐάς -άδος, ἡ [τρεῖς] Тройця 1.4, 2.4, 13.3; трійця 13.3; тріада 4.4
τριβη τρῐβή -ῆς, ἡ [τρίβω] досвід 2.9; тривалість 3.3
τρισσος τρισσός -ή -όν [τρίς] потрійний 9.5
τρισυποστατος τρῐσυπόστατος -ον [τρίς, ὑπόστατος] триіпостасний 1.4
τριτος τρίτος -η -ον /ῐ/ n. третина 13.2
τροπη τροπή -ῆς, ἡ [τρέπω] обертання 9.9
τροπος τρόπος -ου, ὁ [τρέπω] спосіб; κατὰ πάντα τρόπον – у всіх відношеннях 4.20
τυγχανω τυγχάνω [див. τεύχω] досягати 7.2; осягати 8.8
τυπος τύπος -ου, ὁ /ῠ/ [τύπτω] образ 1.4, 1.8; відбиток 2.6; ἐν τύπῳ – наділений формою 1.1
τυποω τῠπόω, contr. [τύπος] поучувати 1.3
τω τῶ / τῳ adv. позаяк 2.5; оскільки 4.1
υγρος ὑγρός -ά -όν водний 2.9
υδωρ ὕδωρ ὕδατος, τό вода
υιαρχια υἱαρχία -ας, ἡ [υἱός, ἄρχω] Джерело синівства 2.8
υιικος υἱϊκός -ή -όν [υἱός] Син (Р.в.) 2.1
υιος υἱός -οῦ / υἱύς -έως, ὁ Син
υιοτης υἱότης -ητος, ἡ [υἱός] синівство 2.8
υλη ὕλη -ης, ἡ /ῡ/ матерія
υλικος ὑλικός -ή -όν /ῡ/ [ὕλη] матеріальний 7.2, 8.8
υμνεω ὑμνέω /ῡ/, contr. [ὕμνος] оспівувати; співати; проголошувати 2.1; об’являти 2.1, 9.1
υμνητεον ὑμνητέον [ὑμνέω] adj. verb. належить оспівувати 1.5; належить оспівати 4.5, 6.1; годиться оспівати 12.1, 12.3; має бути оспівуваним 6.3
υμνητικος ὑμνητικός -ή -όν [ὑμνέω] ὑμνητικῶς adv. хвально 1.4
υμνολογια ὑμνολογία -ας, ἡ [ὑμνολόγος] піснеслів’я 1.3, 1.4
υμνολογος ὑμνολόγος -ον піснеслов 3.2
υμνος ὕμνος -ου, ὁ піснеспів; хвалебна пісня 4.14
υμνωδια ὑμνῳδία -ας, ἡ [ὑμνῳδός] піснеспів 2.1, 3.2, 13.4
υμνωδος ὑμνῳδός -όν [ὕμνος, ἀοιδός] піснеспівець 8.9
υπαρξις ὕπαρξις -εως, ἡ [ὑπάρχω] буття; існування 4.7
υπαρχω ὑπάρχω [ὑπό, ἄρχω] існувати, бути
υπεκρεω ὑπεκρέω [ὑπό, ἐκρέω] втрачати 8.9
υπεξαγω ὑπεξάγω /ᾰ/ [ὑπό, ἐξάγω] виносити 2.4
υπερ ὑπέρ G. з (задля) 2.10; заради 4.13, 8.8; за 7.4; Acc. над; перевершувати 4.1, 7.1
υπεραγαθος ὑπεράγαθος -ον /αα/ [ὑπέρ, ἀγαθός] преблагий; n. Преблаге 2.3
υπεραγαθοτης ὑπερᾰγᾰθότης -ητος, ἡ [ὑπεράγαθος] Преблагість 1.5
υπεραγνωστος ὑπεράγνωστος -ον [ὑπέρ, ἄγνωστος] пренепізнаванний 2.4; пренезбагненний 1.4, 1.5
υπεραιρω ὑπεραίρω [ὑπέρ, αἴρω] перевершувати 2.4, 5.1, 7.1, 7.3; part. превеличний 3.2; превисокий 4.3
υπεραπειρος ὑπεράπειρος -ον [ὑπέρ, ἄπειρος] пребезмежний 8.2
υπεραπλοω ὑπεραπλόω, contr. [ὑπέρ, ἁπλόω] прерозгортати 13.1; mp бути препростим 7.4; part. прерозгорнений 4.4, 5.9
υπεραρρητος ὑπεράρρητος -ον [ὑπέρ, ἄρρητος] пренесказанний 2.4; ὑπεραρρήτως adv. пренесказанно
υπεραρχιος ὑπεράρχιος -ον [ὑπέρ, ἀρχή] надначальний 1.3, 11.6; n. Надначальне 4.10
υπερατρεπτος ὑπεράτρεπτος -ον [ὑπέρ, ἄτρεπτος] пренезмінний 9.5
υπερβαλλω ὑπερβάλλω [ὑπέρ, βάλλω] перевершувати 4.35, 9.2, 12.3; переливатися через край 8.6; part. всеперевершуючий 13.3; наддостатній 4.4, 4.20
υπερβλυζω ὑπερβλύζω [ὑπέρ, βλύζω] прещедро литися 4.6; прещедро виливатися 9.2, 13.1; переливатися 11.2, 11.6; прещедро переливатися 12.4
υπερβλυσις ὑπέρβλῠσις -εως, ἡ [ὑπερβλύζω] прещедре розливання 6.2
υπερβολη ὑπερβολή -ῆς, ἡ [ὑπερβάλλω] наддостаток 4.3, 4.10, 4.13, 5.9, 11.1, 12.4; переповненість, перевершення
υπερδυναμαι ὑπερδύναμαι /υῠᾰ/ [ὑπέρ, δύναμαι] мати всемогутню силу 8.2
υπερδυναμος ὑπερδύναμος -ον /υῠᾰ/ [ὑπερδύναμαι] пресильний 8.6
υπερειδω ὑπερείδω [ὑπό, ἐρείδω] підтримувати 8.9
υπερειμι ὑπέρειμι [ὑπέρ, εἰμί] надсущий 13.3; ὑπερών part. Надсущий 5.8, 7.1, 11.6
υπερειναι ὑπερεῖναι [ὑπέρ, εἰμί] надбуття 5.5
υπερεκτεινω ὑπερεκτείνω [ὑπέρ, ἐκτείνω] простягатися ширше 5.3; наддостатньо простягатися 6.2; безмежно простягатися 9.2, 9.5
υπερενοω ὑπερενόω / ὑπερενόομαι, contr. [ὑπέρ, ἐνόω] над’єднатися 11.1; през’єднувати 13.3; part. преєдиний 2.1, 2.4; над’єдиний 5.8, 11.2; perf. part. mp. n. над’єдиність 13.3; ὑπερηνωμένως adv. у преєдиний спосіб 2.5
υπερευρυς ὑπερευρύς -εῖα -ύ [ὑπέρ, εὐρύς] преобширний 9.5
υπερεχω ὑπερέχω [ὑπέρ, ἔχω] перевершувати; перевищувати 3.3, бути вищим 5.3, переважати 4.16; надпосідати 2.10, 4.6, 5.5; вельми посідати 12.2; part. перевершуючий 13.1; всеперевершуючий 9.4, 10.1, 12.3; вищий 5.2; предостатній 4.3
υπερζωος ὑπέρζωος -ον [ὑπέρ, ζωή] наджиттєвий 6.3; n. Наджиття 2.3
υπερθεος ὑπέρθεος -ον [ὑπέρ, θεός] пребожественний; n. Пребожественне 2.3; Над-Бог 2.11
υπερθεοτης ὑπερθεότης -ητος, ἡ [ὑπέρθεος] Пребожественність 13.3
υπεριδρυσις ὑπεριδρῠσις -εως, ἡ [ὑπεριδρύω] преоснова 2.4
υπεριδρυω ὑπεριδρύω [ὑπέρ, ἱδρύω] надвозсідати 1.4, 1.6, 2.4, 2.8, 2.10, 4.19, 9.8; возсідати над 5.2, 7.1, 12.4; бути над 2.8, 7.2
υπεριστημι ὑπερίστημι [ὑπέρ, ἵστημι] вище стояти 4.16
υπερκαλος ὑπέρκᾰλος -ον [ὑπέρ, καλός] надпрекрасний 4.7
υπερκειμαι ὑπέρκειμαι [ὑπέρ, κεῖμαι] надвозлежати 1.1; перевершувати 2.5; part. превишній 2.6, 12.3; вищий [над] 4.15; τῷ ὑπερκεῖσθαι – превишньо 4.6
υπερκοσμιος ὑπερκόσμιος -ον [ὑπέρ, κόσμιος] сущий над світом 1.6; надсьогосвітній 4.2, 4.6, 4.16, 5.7; ὑπερκοσμίως adv. у надсьогосвітній спосіб 1.3, 1.4, 2.4, 4.1, 5.8
υπερλαμπρος ὑπέρλαμπρος -ον [ὑπέρ, λαμπρός] преяскравий 8.2
υπερουρανιος ὑπερουράνιος -ον /α/ [ὑπέρ, οὐράνιος] наднебесний 1.3, 1.4, 1.6, 2.4, 2.8, 4.5, 6.2, 8.1
υπερουσιος ὑπερούσιος -ον [ὑπέρ, οὐσία] надсущний; n. Надсущне 2.3; надсущість 7.4; ὑπερουσίως adv. надсущно
υπερουσιοτης ὑπερουσιότης -ητος, ἡ надсущність 1.1, 1.5, 2.4
υπεροχη ὑπεροχή -ῆς, ἡ [ὑπερέχω] всеперевершуваність 7.2, 7.3, 12.4; перевершуваність 7.2; досконалість 2.7; перевершення 4.10, наддостаток 9.2, 11.2, 13.2; перевага 12.2
υπεροχικος ὑπεροχικός -ή -όν [ὑπεροχή] всеперевершуючий 2.3; предостатній 4.3; ὑπεροχικῶς adv. всеперевершено 1.5, 2.8, 4.7, 7.1; всеперевершуючий 5.2; перевершуючи 5.10
υπερπληρης ὑπερπλήρης -ες [ὑπέρ, πλήρης] преповний 2.10, 6.3, 7.1, 12.4, 13.1; n. надповнота 2.10; преповність 2.11, 9.2
υπερπληροτης ὑπερπληρότης -ητος, ἡ [ὑπερπλήρης] преповність 9.2
υπερσοφος ὑπέρσοφος -ον [ὑπέρ, σοφός] премудрий 7.1, 7.2, 8.1; n. Премудре 2.3
υπερτεινω ὑπερτείνω [ὑπέρ, τείνω] бути над 4.6; part. препростертий 9.2
υπερτελης ὑπερτελής -ές [ὑπέρ, τέλος] наддосконалий 2.10, 7.2, 13.1; n. Надкінцеве 4.10
υπερτερος ὑπέρτερος -α -ον [ὑπέρ] [compar. від ὑπέρ] вищий; вишній 1.1
υπερυπαρξις ὑπερύπαρξις -εως, ἡ [ὑπέρ, ὕπαρξις] надбуття 1.5
υπερφαης ὑπερφαής -ές [ὑπέρ, φάος] пресвітлий 1.8, 7.3
υπερφανης ὑπερφᾰνής -ές [ὑπερφαίνω] преосяйний 1.4, 1.5
υπερφυης ὑπερφυής -ές [ὑπερφύω] надприродний; ὑπερφυῶς adv. надприродно; пречудесно 2.9, 3.2
υπερφωτος ὑπέρφωτος -ον [ὑπέρ, φάος] [сущий] над світло 4.6
υπερχεω ὑπερχέω [ὑπέρ, χέω] розливати 2.11; переливатися 9.2
υπερων ὑπερών [ὑπέρειμι – ὑπέρ, εἰμί] Надсущий 5.8
υπερωνυμος ὑπερώνῠμος -ον [ὑπέρ, ὄνομα] над [усяке] ім’я 1.5; над [усяке] ймення 1.7; надіменний 1.8, 13.3
υπο ὑπό /ῠ/ G. О.в.; до; від; завдяки; через Acc. на 8.8
υποδηλοω ὑποδηλόω, contr. [ὑπό, δηλόω] являти 10.2
υποκειμαι ὑπόκειμαι [ὑπό, κεῖμαι] ὑποκείμενον n. subst. підмет 13.2; те що підлягає 4.23
υπομιμνησκω ὑπομιμνήσκω [ὑπό, μιμνήσκω] нагадувати 2.1, 5.1
υποπτευω ὑποπτεύω [ὕποπτος] зауважувати 9.5
υποστασις ὑπόστᾰσις -εως, ἡ [ὑφίστημι] Іпостась 1.4, 2.4, 2.11; існування 1.5, 4.20, 5.4; субстанція 4.31, 4.32; особистість 11.6
υποστατης ὑποστάτης -ου, ὁ /ᾰ/ [ὑφίστημι] підстава 9.1, 9.6, 9.10, 11.6
υποστατικος ὑποστᾰτικός -ή -όν [ὑφίστημι] підставовий 6.1, 7.1
υποστατις ὑποστάτις -ιδος / ὑπόστατις [ὑφίστημι] творчий 5.4; підстава 1.7, 7.1, 7.2, 11.2
υποτιθημι ὑποτίθημι [ὑπό, τίθημι] гадати 5.3; припускати 8.6; виходити (з чогось) 13.2
υποτυπωσις ὑποτύπωσις -εως, ἡ /υῠ/ [ὑποτυπόω] нарис 1.1
υφαρπαζω ὑφαρπάζω [ὑπό, ἁρπάζω] присвоювати 3.2
υφειμενως ὑφειμένως [ὑφίημι] менше 4.20, у меншій мірі 5.8; нижче 13.4
υφεσις ὕφεσις -εως, ἡ [ὑφίημι] послаблення 1.2
υφηγεομαι ὑφηγέομαι, contr. [ὑπό, ἡγέομαι] вказувати 1.8, 4.1; являти 2.1; наставляти 3.2; пояснювати 4.14
υφηγησις ὑφήγησις -εως, ἡ [ὑφηγέομαι] настанова 1.8
υφιημι ὑφίημι [ὑπό, ἵημι] part. нижчий; нижчого ступеня 3.2; опущені вниз 4.15
υφιστημι ὑφίστημι [ὑπό, ἵστημι] поставити 2.4; поставати 4.4, 4.18, 6.1; існувати 4.20, 5.10, 11.2; приводити до існування 4.23, 5.5, 5.10; part. установлене 5.4, 11.6
υψηλος ὑψηλός -ή -όν [ὕψι] comp. якнайвищий 3.1; вищий 3.1
υψοω ὑψόω, contr. [ὕψος] возносити 4.11
φαινω φαίνω виявлятися 4.19; являтися 9.5; видаватися 7.1
φανερωσις φᾰνέρωσις -εως, ἡ [φανερόω] вияв 4.22
φανος φᾱνός -ή -όν [φάος] світлий 1.4, 2.7; яскравий 4.2
φαντασια φαντᾰσία -ας, ἡ [φαντάζω] уява 1.5, 7.3; уявлення 4.6, 4.23
φαος φάος φάεος, contr. φάους, att. φῶς φωτός, τό [див. φαίνω] світло
φασκω φάσκω [див. φημί] мовити 5.9; заявляти 1.6; твердити 2.2
φασμα φάσμα -ατος, τό [φαίνω] явлення 1.8
φαυλος φαῦλος -η -ον [див. φλαῦρος?] негідний 8.8
φερε φέρε, φέρετε [φέρω] давайте 5.4; давай 7.1, 8.1, 9.1
φερω φέρω нести, носити; впроваджувати 3.2; зазнавати 4.1
φευγω φεύγω тікати 4.28
φημι φημί казати, сказати, говорити, мовити, твердити, стверджувати; вважати; мати на увазі 1.5, 6.2; називати 10.3, 11.6; висловлювати 12.4; тобто 5.5
φθανω φθάνω досягати 4.4, 8.2
φθειρω φθείρω нищити, руйнувати; псувати
φθιω φθίω / φθίνω, φθινάω / φθινέω mp меншати 4.7
φθορα φθορά -ᾶς, ἡ [φθείρω] погуба, загибель; нищення, руйнування
φιλανθρωπια φῐλανθρωπία -ας, ἡ [φιλάνθρωπος] чоловіколюбіє 1.4, 6.2, 11.5; чоловіколюбність 13.4
φιλανθρωπος φῐλάνθρωπος -ον [φίλος, ἄνθρωπος] чоловіколюбний 1.4, 2.6
φιλια φῐλία -ας, ἡ [φίλιος] приязнь
φιλονεικεω φῐλόνεικέω = φῐλονῑκέω, contr. [φιλόνικος] змагатися 4.3, 4.18
φιλος φίλος -η -ον /ι/ приятель 3.2; доброзичливий 13.4; до вподоби 13.4
φιλοσοφια φῐλοσοφία -ας, ἡ [φιλόσοφος] любомудріє 2.2
φοβεω φοβέω, contr. [φόβος] pass. бути наляканим 4.12
φοιταω φοιτάω, ion. φοιτέω, contr. [φοῖτος] поширюватися 4.20; проходити (через) 5.9; переходити 11.2
φορα φορά -ᾶς, ἡ [φέρω] коловерть 7.4; переміщення 9.9
φραζω φράζω пояснювати 3.3
φρουρα φρουρά -ᾶς, ἡ [φρουρός] охорона 1.7, 4.1; оберігання 2.2, 4.2; береження 5.7, 7.2
φρουρεω φρουρέω, contr. [φρουρός] оберігати 2.2, 8.9; берегти 5.8; охороняти 4.4, 8.9; pass. хоронений 5.8; бережений 2.2, 5.8
φρουρητικος φρουρητικός -ή -όν [φρουρέω] оберігаючий 4.7; оберігати 8.9
φυλακτικος φῠλακτικός -ή -όν [φυλάσσω] той, що є охороною 11.3; n. охороняти 4.25
φυλασσω φῠλάσσω, att. φυλάττω [φύλαξ] берегти 1.8; зберігати 2.5; оберігати 8.5, 8.9, 11.4
φυλον φῦλον -ου, τό [див. φύω] рід 4.18, 4.23
φυσικος φῠσῐκός -ή -όν [φύσις] природний; фізичний 9.9
φυσιολογια φῠσιολογία -ας, ἡ [φυσιολόγος] властивість 2.9
φυσις φύσις -εως, ἡ /ῠ/ [φύω] природа; єство 4.10, 5.8, 9.5; φύσει – з природи 4.23, 4.30; по природі 8.7; κατὰ φύσιν – згідно природи 3.3, 4.26, 4.30; властивий природі 4.23; що відповідає природі 4.23; з природи 4.23
φυτον φῠτόν -οῦ, τό [φύω] рослина 4.2, 6.1, 6.3, 8.5
φυω φύω /ῠ/ perf. бути з природи 6.2; бути по природі 8.9
φωνη φωνή -ῆς, ἡ звук
φως φῶς = φάος – світло
φωστηρ φωστήρ -ῆρος, ὁ [φῶς] небесне світило 4.4
φωστηρικος φωστηρικός -ή -όν [φωστήρ] світило 8.5
φωταγωγεω φωτᾰγωγέω, contr. [φωταγωγός] провадити світлом 1.3
φωταγωγια φωτᾰγωγία -ας, ἡ [φωταγωγός] провадження до світла 4.2
φωτιζω φωτίζω [φῶς] просвічувати 1.3, 4.4, 4.6; освічувати 4.24; освітлювати 2.8, 4.1, 4.4
φωτιστικος φωτιστικός -ή -όν [φωτίζω] освітлюваний 4.4; просвіщати 4.6
φωτοδοσια φωτοδοσία -ας, ἡ світлодаяння 1.4, 2.11
φωτοληψια φωτοληψία -ας, ἡ [φῶς, λαμβάνω] світлоприймання 4.4
φωτοφανεια φωτοφάνεια -ας, ἡ /ᾰα/ [φωτοφανής] світлоявлення 1.3
φωτοχυσια φωτοχυσία -ας, ἡ [φῶς, χέω] світловиливання 4.6
φωτωνυμια φωτωνῠμία -ας, ἡ [φῶς, ὄνομα] світлоймення 4.5
φωτωνυμικως φωτωνυμικῶς [φωτωνυμία] іменем світла 4.4
χαιρω χαίρω радіти 4.19, 11.3, 11.5
χαμαιζηλος χαμαίζηλος -ον [χαμαί, ζῆλος] приземкуватий 4.12
χαρακτηριζω χαρακτηρίζω [χαρακτήρ] характеризувати 5.7; означувати 10.3
χαριτοω χᾰρῐτόω, contr. [χάρις] κεχαριτωμένος -η -ον perf. part. mp благодатний 4.7
χειλος χεῖλος -εος, contr. -ους, τό pl. уста 4.11
χειρ χείρ χειρός, ἡ рука 1.8, 3.1
χειραγωγεω χειρᾰγωγέω, contr. [χειραγωγός] вести 4.9
χειραγωγια χειραγωγία -ας, ἡ [χειραγωγός] провідництво 1.3; щоб привести 2.2
χειραγωγος χειραγωγός -όν [χείρ, ἄγω] провідник 2.11
χειριστος χείριστος -η -ον [див. χείρων] [superl. від κακός] найгірший 4.20
χειρων χείρων χεῖρον, G. -ονος [compar. від κακός] гірший; слабший 12.2
χεω χέω розливати 11.1
χορηγια χορηγία -ας, ἡ [χορηγός] давання 13.1
χορηγος χορηγός -οῦ, ὁ, ἡ [χορός, ἡγέομαι] податель 1.6, 7.2, 7.4
χορος χορός -οῦ, ὁ сонм 6.2
χραομαι χράομαι, contr. вживати 1.4, 2.8; користуватися 4.11; брати 1.8; застосовувати 2.2, 2.4, 9.5; послуговуватися 4.33, 6.2
χρεων χρεών, τό [див. χράω, χρέω] належить 3.1
χρη χρή [див. χράω] треба, слід; належить, годиться; повинен
χρημα χρῆμα -ατος, τό [χρή] особливість 2.3
χρηματιζω χρημᾰτίζω [χρῆμα] статися 2.10
χριστοειδης χριστοειδής -ές [Χριστός, εἴδος] христоподібний 1.4
χρονικος χρονικός -ή -όν [χρόνος] часовий 1.4; χρονικῶς adv. тимчасово 5.10
χρονος χρόνος -ου, ὁ час; κατὰ χρόνον – часом 4.21
χυσις χύσις -εως, ἡ /ῠ/ [χέω] виливання 2.11, 9.2, 11.6; потік 8.5; розливання 8.6
χωρεω χωρέω, contr. [χῶρος] прямувати 4.20, 13.1; переходити 4.1; удаватися 3.3; проникати 7.4; проходити 9.3; поширюватися 8.3; збагнути 4.12; осягати 13.1
χωρησις χώρησις -εως, ἡ [χωρέω] відносини 4.2; ὁμοία χώρησις – взаємопроникнення 9.10
χωρις χωρίς [χώρα] без
ψαμμος ψάμμος -ου, ἡ пісок 8.6
ψευδος ψεῦδος -εος, contr. -ους, τό [ψεύδω] неправда 4.35
ψιλος ψῑλός -ή -όν [див. ψίω] один лиш 4.11
ψοφος ψόφος -ου, ὁ звук 8.2
ψυχη ψῡχή -ῆς, ἡ [див. ψύχω] душа
ψυχικος ψῠχικός -ή -όν [ψυχή] душевний
ψυχοω ψῡχόω, contr. [ψυχή] pass. бути одушевленим 4.2
ψυχρος ψῡχρός -ά -όν [ψύχω] n. холод 4.19
ψυχροτης ψῡχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] холодність 4.20
ψυχω ψύχω холодити 4.19; part. aor. охолоджений 4.20
ωδις ὠδίς -ῖνος, ἡ породження 8.5; страждання 10.1
ωρα ὥρᾱ -ας, ἡ година 4.4; пора 10.1
ωραιοτης ὡραιότης -ητος, ἡ [ὡραῖος] краса 4.7, 4.22
ως ὡς як, немовби, начебто; наскільки; подібно як; ὡς ἂν – поки
ωσαυτως ὡσαύτως [ὡς, αὐτός] так само 2.11, 4.7, 7.4, 9.4; у тому самому стані 4.23, 4.31, 10.3; у такий самий спосіб 5.9, 9.4, 11.4, 11.6; таким же чином 9.8; такий же 10.3; такий самий 4.23
ωσπερ ὥσπερ / ὥς περ як; як би 1.6; подібно як 2.5, 4.4, 4.11, 5.3, 7.2; немовби 3.2, 4.9; немов 11.1, 4.14; начебто 4.11; як наприклад 4.27; тому 4.14; ὥσπερ εἰ – так наче б 3.1
ωστε ὥστε [ὡς] тому, а тому; щоб; так що
ωφελεια ὠφέλεια / ὠφελία -ας, ἡ [ὠφελέω] користь 4.33

Умовні скорочення

Acc. – accusativus, знахідний відмінок
act. – activum, активний стан
adj. verb. – adiectivum verbale, віддієслівний прикметник
adv. – adverbium, прислівник
aor. – aoristus, минулий час доконаного виду
att. – attica, аттичний діалект
comp. – comparativus, вищий ступінь порівняння
conj. – conjunctio, сполучник
contr. – contracto, контраговане
cum. – з (лат.)
encl. – enclitica, енклітика
et – і (лат.)
fem. – femininum, жіночий рід
fut. – futurum, майбутній час
G. – genetivus, родовий відмінок
imper. – imperativum, наказовий спосіб
imperf. – imperfectum, минулий час недоконаного виду
impers. – impersonalium, безособове дієслово
ind. – indicativus, дійсний спосіб
indef. – indefinitum, неозначений
inf. – infinitivus, неозначена форма дієслова
ion. – ionica,іонійський діалект
med. – medium, медіальний стан
mp – medio-passivum, медіо-пасивний стан
n. – neutrum, середній рід
neg. – negativus, заперечення
opt. – optativus, бажальний спосіб
part. – participium, дієприкметник
pass. – passivum, пасивний стан
perf. – perfectum, перфектний час
pers. – persona, особа
pl. – pluralis, множина
poster. – posterior, пізніший
pr. – praesens, теперішній час
praep. – praepositio, прийменник
procl. – proclitica, ненаголошене
rar. – raro, рідко
rel. – relativum, відносний
sing. – singularis, однина
subst. – substantivum, іменник
superl. – superlativus, найвищий ступінь порівняння
див. – дивитися
красис – злиття голосних попереднього і наступного слова
О.в. – орудний відмінок
одн. – однина
Р.в. – родовий відмінок